Μπορεί στο άκουσμα της ερώτησης "Θα μείνετε στην πόλη;" όλο και λιγότεροι να δίνουν καταφατική απάντηση, μια και η Λαμπρή είναι συνδεδεμένη με την άρον άρον φυγή από το κλεινόν άστυ και το σούβλισμα στα εξοχικά και τα χωριά, όμως η εικόνα στη παλιά Αθήνα ήταν πολύ διαφορετική.
Και αυτό διότι η πρωτεύουσα τις ημέρες αυτές ήταν το κέντρο των εορτασμών, το σημείο όπου μαζεύονταν οι κάτοικοι από τις γύρω περιοχές της Αττικής για να εξυμνήσουν με φαγητό και ποτό τη σημαντικότερη γιορτή της χριστιανοσύνης.
Οι μαρτυρίες από την εποχή εκείνη φέρνουν πολλές πληροφορίες, άγνωστες στο ευρύ κοινό, σχετικά με τον τρόπο που οι παλιοί κάτοικοι της πόλης σούβλιζαν τον παραδοσιακό οβελία, παρουσία κατοίκων από όλο το λεκανοπέδιο
Ευχές με συνοδεία οργάνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι ανήμερα το Πάσχα οι νοικοκυραίοι από τα Μεσόγεια συνήθιζαν να έρχονται στην πρωτεύουσα έχοντας ανά χείρας τα μουσικά τους όργανα και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, με σκοπό να δώσουν τις ευχές τους στους Αθηναίους.
Αφού ολοκλήρωναν τις επισκέψεις τους, κατέληγαν στο Θησείο, για να ψήσουν τον οβελία και τα κοκορέτσια και στη συνέχεια ξεφάντωναν μέχρι το πρωί παρέα με τους Αθηναίους. Σημαντικό ρόλο στους εορτασμούς κατείχε πάντα ο ιερέας, ο οποίος πρωτοστατούσε και στο γλέντι, σέρνοντας πρώτος το χορό. Μάλιστα, την εποχή εκείνη οι εορτασμοί στην Αθήνα κρατούσαν μια ολόκληρη εβδομάδα και κανένας δεν έμπαινε στο κτήμα του μετά τη Λαμπρή.
Η εικόνα των πασχαλιάτικων εορτασμών αλλάζει, όπως είναι φυσικό, με την πάροδο του χρόνου αλλά και με την αύξηση του πληθυσμού. Γι αυτό και στη μεταπολεμική πρωτεύουσα, όταν δηλαδή το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί που βρίσκονταν στα ορεινά της πόλης - το Γαλάτσι και τον Υμηττό - συνήθιζαν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια τα αρνιά τους στην πόλη.
Πολλοί είναι εξάλλου, εκείνοι που θυμούνται τους βοσκούς να κατεβαίνουν από τα Τουρκοβούνια και να σφάζουν τ αρνιά τους στην ξακουστή αγορά της Φωκίωνος Νέγρη, εκεί στον επιβλητικό πεζόδρομο της Φωκίωνος όπου σήμερα καταλαμβάνεται από δεκάδες καφετέριες και εμπορικά καταστήματα.
Η παρουσία των νοικοκυρών στους δρόμους, πηγαινοφέρντοντας τις λαμαρίνες με τα κουλουράκια και τα τσουρέκια που θα γεύονταν οι οικογένειες μετά το τέλος της νηστείας, ήταν πολύ συνηθισμένη στις γειτονιές της Αθήνας και σίγουρα ένα από τα δεκάδες πράγματα που σήμερα πολλοί παλιοί Αθηναίοι θα νοσταλγούν.
Τα έθιμα.
Τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας εκείνη την περίοδο ήταν σαφώς διαφορετικά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη, οι γυναίκες έβαφαν τ αβγά όχι με χημικές χρωστικές ουσίες αλλά με μπακάμι, ριζάρι και φύλλα από κρεμμύδια.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οι πιστοί συνήθιζαν να στολίζουν τον ναό με κλαδιά δάφνης με κορδέλες και δεντρολίβανο, ενώ στο σημείο όπου ο ιερέας έλεγε το "Ανάστα ο Θεός" οι πιστοί χτυπούσαν τα πόδια τους στο στασίδι και θορυβούσαν γιατί έτσι πίστευαν ότι θα έδιωχναν τον θάνατο.
Οι διαφορές βέβαια στον εορτασμό δεν σταματούσαν εκεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην τελετή της Αναστάσεων και μετά το "δεύτε λάβετε φως!", οι νέοι συνήθιζαν να τρέχουν να ανάψουν τη λαμπάδα τους πρώτοι γιατί πίστευαν ότι έφερνε καλή τύχη και γούρι, ενώ τα κορίτσια άναβαν τη λαμπάδα τους μόνο από κάποιον άντρα για να παντρευτούν.
Γιώτα Βαζούρα
Και αυτό διότι η πρωτεύουσα τις ημέρες αυτές ήταν το κέντρο των εορτασμών, το σημείο όπου μαζεύονταν οι κάτοικοι από τις γύρω περιοχές της Αττικής για να εξυμνήσουν με φαγητό και ποτό τη σημαντικότερη γιορτή της χριστιανοσύνης.
Οι μαρτυρίες από την εποχή εκείνη φέρνουν πολλές πληροφορίες, άγνωστες στο ευρύ κοινό, σχετικά με τον τρόπο που οι παλιοί κάτοικοι της πόλης σούβλιζαν τον παραδοσιακό οβελία, παρουσία κατοίκων από όλο το λεκανοπέδιο
Ευχές με συνοδεία οργάνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι ανήμερα το Πάσχα οι νοικοκυραίοι από τα Μεσόγεια συνήθιζαν να έρχονται στην πρωτεύουσα έχοντας ανά χείρας τα μουσικά τους όργανα και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, με σκοπό να δώσουν τις ευχές τους στους Αθηναίους.
Αφού ολοκλήρωναν τις επισκέψεις τους, κατέληγαν στο Θησείο, για να ψήσουν τον οβελία και τα κοκορέτσια και στη συνέχεια ξεφάντωναν μέχρι το πρωί παρέα με τους Αθηναίους. Σημαντικό ρόλο στους εορτασμούς κατείχε πάντα ο ιερέας, ο οποίος πρωτοστατούσε και στο γλέντι, σέρνοντας πρώτος το χορό. Μάλιστα, την εποχή εκείνη οι εορτασμοί στην Αθήνα κρατούσαν μια ολόκληρη εβδομάδα και κανένας δεν έμπαινε στο κτήμα του μετά τη Λαμπρή.
Η εικόνα των πασχαλιάτικων εορτασμών αλλάζει, όπως είναι φυσικό, με την πάροδο του χρόνου αλλά και με την αύξηση του πληθυσμού. Γι αυτό και στη μεταπολεμική πρωτεύουσα, όταν δηλαδή το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί που βρίσκονταν στα ορεινά της πόλης - το Γαλάτσι και τον Υμηττό - συνήθιζαν να κατεβαίνουν με τα κοπάδια τα αρνιά τους στην πόλη.
Πολλοί είναι εξάλλου, εκείνοι που θυμούνται τους βοσκούς να κατεβαίνουν από τα Τουρκοβούνια και να σφάζουν τ αρνιά τους στην ξακουστή αγορά της Φωκίωνος Νέγρη, εκεί στον επιβλητικό πεζόδρομο της Φωκίωνος όπου σήμερα καταλαμβάνεται από δεκάδες καφετέριες και εμπορικά καταστήματα.
Η παρουσία των νοικοκυρών στους δρόμους, πηγαινοφέρντοντας τις λαμαρίνες με τα κουλουράκια και τα τσουρέκια που θα γεύονταν οι οικογένειες μετά το τέλος της νηστείας, ήταν πολύ συνηθισμένη στις γειτονιές της Αθήνας και σίγουρα ένα από τα δεκάδες πράγματα που σήμερα πολλοί παλιοί Αθηναίοι θα νοσταλγούν.
Τα έθιμα.
Τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας εκείνη την περίοδο ήταν σαφώς διαφορετικά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη, οι γυναίκες έβαφαν τ αβγά όχι με χημικές χρωστικές ουσίες αλλά με μπακάμι, ριζάρι και φύλλα από κρεμμύδια.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οι πιστοί συνήθιζαν να στολίζουν τον ναό με κλαδιά δάφνης με κορδέλες και δεντρολίβανο, ενώ στο σημείο όπου ο ιερέας έλεγε το "Ανάστα ο Θεός" οι πιστοί χτυπούσαν τα πόδια τους στο στασίδι και θορυβούσαν γιατί έτσι πίστευαν ότι θα έδιωχναν τον θάνατο.
Οι διαφορές βέβαια στον εορτασμό δεν σταματούσαν εκεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην τελετή της Αναστάσεων και μετά το "δεύτε λάβετε φως!", οι νέοι συνήθιζαν να τρέχουν να ανάψουν τη λαμπάδα τους πρώτοι γιατί πίστευαν ότι έφερνε καλή τύχη και γούρι, ενώ τα κορίτσια άναβαν τη λαμπάδα τους μόνο από κάποιον άντρα για να παντρευτούν.
Γιώτα Βαζούρα
0 Σχόλια