Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ποιος είναι ο Τόνι Σφήνος

Περίπου σαρανταµπέντε και χρόνια από σήµερα, µια κρύα χειµωνιάτικη µέρα του Φλεβάρη, σε ένα παλιό διώροφο πέτρινο σπίτι, µε υπέροχη θέα στα Φίλια Καλαβρύτων, ακούστηκε για πρώτη φορά σε νότες κλάµατος η φωνή ενός γοητευτικού µωρού, ενός αγαπητού παιδιού, φιλόδοξου έφηβου, ερωτύλου ενήλικα, έµπειρου άνδρα που έµελλε να ζήσει τη ζωή όπως κανένας άλλος…
Με πολύ κλάµα στη γέννα, λες και σκιάχτηκε στην...

όψη της κακάσχηµης χοντρής µαµής, ο πρώτος αρσενικός καρπός του Σφηνοπουλέικου ήταν πια γεγονός.
Οι µούσες θα σµίλευαν τις αρετές, θα κούρδιζαν την ερωτική νοηµοσύνη και θα µαρτυρούσαν τα πάντα για τη γυναικεία συµπεριφορά στον µικρό Αντώνη…
Ανήσυχο σαν µωρό, έβρισκε ησυχία κολληµένο µόνο στο µεµέ της µάνας του χωρίς να πίνει γάλα. Καθόταν εκεί απαλά πάνω τους, τα χάιδευε, τα ζούλαγε, τα πιπιλούσε και τους µίλαγε τα δικά του φανταστικά λογάκια µε τη γλωσσίτσα του έξω.
Ο φάδερ Βλάσσης Σφηνόπουλος έβλεπε στο γιο του, το λεβέντη του, το παλικάρι του, τον ανάδοχο της οικογένειας και καµάρωνε σαν όρθιο παγώνι, σαν περήφανος αετός, χωρίς να έχει ιδέα τι τον περιµένει…
Από µικρός ο Τόνι φαινόταν παιδί ξεχωριστό και άστραφτε το βλέµµα του.
Χαµόγελο και νάζι συµπλήρωναν το σκέρτσο και την τσακπινιά του.
Όποτε πηγαινε σxολείο η γεωγραφία ήταν η µόνη που τον ενδιέφερε εξάπτοντας τη φαντασία του, σκαρώνοντας ταξίδια µακρινά σε ανεξερεύνητους τόπους µε τροπικά κορίτσια. Ήθελε να γίνει ο γυναικείος Κολόµβος, να ανακαλύψει τα δικά του γυναικεία στενά σαν του Μαγγελάνου, να κατακτήσει απόρθητες γυναικοκορφές σαν τον Μέγα Αλέξανδρο.
Τα καµώµατά του τον χαρακτήριζαν καθηµερινά, αφού και στασό δεν είχε ο πισινός του, όπως έλεγε η γιαγιά, αλλα και πείστηκε ότι το σχολείο ήταν µια υποχρεωτική παιδική χαρά. Τρύπωσε µια µέρα, λοιπόν, κάτω από την έδρα για να τροµάξει τη δασκάλα µολις αυτή θα καθότανε. Έλα όµως που η δασκάλα φόραγε φούστα και το θέαµα καθήλωσε για πολλή ώρα τον µικρό Αντώνη εκεί κάτω και τσουρούφλησε από την τρίτη ?ηµοτικού κιόλας το µικρό κεµπάπ του…
ΤΟ ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ στο χωριό ότι ο Αντώνης ήταν για να φεύγει. ?εν ήταν στο πλευρό του πατέρα, στα ζα και στην οικογένεια. Ο τόπος δεν χωρούσε τα καµώµατά του, το κέφι του, τα όνειρα πουλιά του ταξιδιάρικα.  
Τον στείλανε, λοιπόν, σε ηλικία 15 χρονών στο θείο στο Αµέρικα να τον φροντίσει, να πιάσει δουλειά, να κάνει λεφτά και να βρει την τύχη του.
Το µεγαλύτερό του όνειρο, επιτέλους, γινότανε πραγµατικότητα και στην τελευταία µατιά που έριξε πίσω του στο χωριό, καθώς έφευγε µε το λεωφορείο, ήξερε ότι θα αργούσε πολύ να του λείψει το σπιτικό του…
Έκανε πολλές δουλειές στα στέητς ο Τόνι δε Γκρικ, όπως τον φώναζαν στο ελληνικό εστιατόριο στην Αστόρια που έπλενε πιάτα.
Μέχρι να καταλήξει όµως εκεί ξεκίνησε στο Τορόντο να δουλεύει σαν µιλκ-µπόη, κάου-µπόη, πέηπερ-µπόη και βενζίνα-µπόη, µέχρι που έκανε κάποια µπακς (δολάρια) και το ‘σκασε απο τον θείο για να πάει στο Μπιγκ Άπολ, στα φώτα και στα σελέµπριτιζ.
Έπιασε πάλι δουλειά, λοιπόν, σαν εκχιονιστής στο Central Park, καµαρότος στο Λοβ Μπόουτ και πουλ-µπόη σε µάνσιονς.
Ήτανε όµορφο παλικάρι, τσίφτης και µε τα λίγα άξεντ αµερικάνικα που είχε µάθει χαµογελούσε και φλέρταρε τη σέξυ σαραντάρα που τσαλαβουτούσε στην πισίνα ένα πρωί. Αφού γεύτηκε λοιπόν το γκρικ «σουβλάκι» η γραµµατέας αυτή ενός µεγάλου παραγωγού ταινιών, έχωσε σιγά σιγά τον κλέβερ Τόνι στο νάητ λάηφ και στις γνωριµίες.
Στο εστιατόριο δούλευε µόνο και µόνο για να έχει κάνα έξτρα φράγκο να κυκλοφορεί και να κερνά τα τσικάκια (κοριτσάκια). Σιγοτραγουδούσε µε αέρα και τουπέ στη λάτζα, οπότε του είπε µια µέρα το µπος να βγει στην πίστα να πει κάνα ελληνικό τραγουδάκι στο κλείσιµο, να δούνε τι ψάρια πιάνει που τους το έπαιζε µάγκας ρέι. Από τότε ξεκίνησαν όλα.  
Η πίστα σαν παθιασµένη ερωµένη τον δέχτηκε φορέβα, ο Τόνι µε το µικρόφωνό του τη λεηλάτησε σαν άλλος Τζέκινς Χαν και οι καµπάνες της Ορθόδοξης εκκλησίας εσήµαναν και τα αµέρικαν πίτζεονς πέταξαν ολούθε… Ο κύβος τότε ερρίφθη ρέι…
Με άλλο αέρα πλέον και στα ντουζένια του απάνου, µπήκε στους κοσµικούς κύκλους σαν γνήσιος σέξυ γκρικ τραγουδιστής και λάβερ-µπόη. Έκανε την εµφάνισή του στο στούντιο 54 και γνωρίστηκε µε τον Άντι τον Γουόρχολ, τον Μίκι τον Τζάγκερ, την Νταϊάνα τη Ρος και άλλους πολλούς.  
Τον Τόµι τον Τζόουνς τον έµαθε τάβλι, τον Τζέηµις τον Μπράουν δηλωτή, µε το Σοφάκι το Λόρεν υπήρξε ένα λοβ-αφέαρ, και όταν η Μπεµπέ (Μπριζίτ Μπαρντό) τον ερωτεύθηκε σαν βδέλλα, ο Τόνι βρήκε διαφυγή σε περιοδεία σε διάφορα στέητς.
Τότε ήταν που στις Μασσατσούτσετς ήρθε να τον γνωρίσει ο ΓΑΠ να του ζητήσει συµβουλαί για τα κορίτσα. Tου είπε να αφήσει τα τσικάκια ήσυχα και να βρει κάτι άλλο να κάνει δουλειά του.
Ακόµη λαµβάνει επιστολές διαµαρτυρίας από Έλληνες πολίτες, τον απανταχού σύλλογο µουστακοφόρων µαραθωνοδρόµων µε κολάν, τον ποδηλατικό γύρο απ’ όλα δίχως αύριο και ούλη την Ευρωπαϊκη Ένωση.
ΤΩΡΑ ΠΛΕΟΝ έχοντας στύψει τη ζωή, έχοντας κάνει λαµπρή καριέρα στα στέητς και περίτρανα διαδώσει το ελληνικό σπίριτ και άτιτουντ γκλόµπαλι, ο κύριος Τόνις Σφήνος, το απόσταγµα του ερωτισµού, ο Λουδοβίκος των Καλαβρύτων, ο τυφώνας της λεβάντας, η ηδονή µε πόδια, ο αβυσσαλέος, ο αλφαδοµάστορας της χωρίστρας, ο αχ-µανίτσα µου, το υπερκοπέλι, ο κλέφτης της γυναικείας αθωότητας, επέστρεψε στην πατρίδα µας γιατί νοστάλγησε ρέι, του λείψαµε ρέι, θέλει να µας διασκεδάσει όπως τότε ρέι και να µας χορέψει στους ρυθµούς των ’60s-’70s και disco ρέι, λέει. Μαζί του και στις εµφανίσεις που κάνει σε όλη την Ελλάδα µε την µπάντα του, τους Playmates, ο κόσµος καταλήγει να χοροπηδά, να γελά, να χαίρεται και όπως λέει και ο ίδιος, έχει σχέδιο και στόχο… Ποιον..? Μόνο ο ιντερνάσιοναλ πλεηµπόης ξέρει και γι’ αυτό µας ερωτά ρητορικά… ΕΙΣΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΡΈΙ…??????
KOOL Magazine

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια