Οι ιαματικές πηγές Καίτσας - Δρανίστας ( Λουτρά Καΐτσας ) είναι γνωστές από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Η κανονική και οργανωμένη λειτουργία του ανάγεται στο 1890 οπότε συναντάμε και την πρώτη καταγραφή των ιαματικών τους ιδιοτήτων. Οι πηγές βρίσκονται στην περιοχή του Δ.Δ. Κτιμένης σε απόσταση 44 χλμ από την Καρδίτσα και υψόμετρο 440 μ. ενώ οι κτηριακές τους εγκαταστάσεις βρίσκονται σε εδαφική έκταση του Δ.Δ. Μακρυράχης Φθιώτιδας.Από κει ο δρόμος συνεχίζει το νομό Φθιώτιδας, τη Λαμία κ.α.Τα νερά της πηγής αναβρύζουν από ασβεστολιθικά πετρώματα και χαρακτηρίζονται ως Ψυχρά - Ca - Na - HCO3 - Br - F Υδροθειούχα - υποτονικά - ολιγομεταλλικά με θερμοκρασία 22 βαθμών C.
Ενδείκνυται για αρθροπάθειες, νευροπάθειες και και διάφορες νευρολογικές παθήσεις. Χρόνιοι ρευματισμοί, οσφυοισχιαλγίες σπονδυλοαρθρίτιδα, παραμορφωτική αρθρίτιδα, μυαλγίες, πονοκέφαλοι, αυχενικό σύνδρομο, γυναικολογικές παθήσεις.
Η υποδομή των λουτρών αποτελείται από σύγχρονο υδροθεραπευτήριο που βρίσκεται κάτω από σκιερά πλατάνια και βαλανιδιές σε απόσταση 150 περίπου μέτρων από τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις. Διαθέτει 24 λουτήρες και καλύπτει πλήρως τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των επισκεπτών.
Κοντά στο υδροθεραπευτήριο λειτουργεί το πρόσφατα ανακαινισμένο ξενοδοχείο "Δράνος" που μπορεί να φιλοξενήσει 50 άτομα περίπου και το σύγχρονο εστιατόριο με την νοικοκυρεμένη φροντίδα και υποδειγματική εξυπηρέτηση των επισκεπτών.
Στον ίδιο χώρο βρίσκονται και τα ξενοδοχεία "Θεσσαλία" και "Λεμονιά" κατώτερων προδιαγραφών από το "Δράνος" που μπορούν να φιλοξενήσουν 100 άτομα περίπου. Η λουτρική περίοδος διαρκεί από την 1η Ιουνίου ως τις 30 Σεπτεμβρίου. Στόχος των Λουτρών είναι να λειτουργήσουν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Τα λουτρά λειτουργούν με ευθύνη της διαδημοτικής επιχείρησης Λουτρών Δρανίστας - Καΐτσας. Η επιχείρηση αναπτύσσει πλούσια αναπτυξιακή δραστηριότητα και έχει ενεργό συμμετοχή στο Σύνδεσμο Δήμων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας.
Τοποθεσία - Πρόσβαση
Τα Λουτρά βρίσκονται σε ένα πανέμορφο καταπράσινο φυσικό τοπίο, πέντε χλμ από τη Τ.Κ. Μακρυρράχης και μόλις πέντε λεπτά από τη πανέμορφη τεχνητή Λίμνη Σμοκόβου.
Ερχόμενοι από Λαμία, 2 χλμ περίπου μετά τον οικισμό των Μεταλλείων, θα στρίψετε αριστερά προς Ομβριακή. Θα συνεχίσετε για περίπου 15 χλμ και θα συναντήσετε τη Μακρυρράχη όπου και θα σας καθοδηγήσουν πληροφοριακές πινακίδες για το τελικό προορισμό.
Ερχόμενοι από Λάρισα, Βόλο ή Καρδίτσα (μέσω Νέου Μοναστηρίου), μετά το Δομοκό, θα συναντήσετε την ίδια διασταύρωση όπως και παραπάνω. Θα στρίψετε δεξιά για Ομβριακή και μετά από 15 χλμ περίπου θα συναντήσετε τη Μακρυρράχη. Εναλλακτικά για όσους έρχονται από Καρδίτσα μπορούν να μεταβούν στα Λουτρά μέσω του Λεονταρίου του Δήμου Σοφάδων.
Σύντομο ιστορικό Δ.Δ. Κτιμένης(Δρανίστα)
Το Δ.Δ. Άνω και Κάτω Κτιμένης ανήκει στο Δήμο Ταμασίου. Όταν πρωτοσυστάθηκε ο Δήμος ( 1944 ), η Κτιμένη ήταν η τότε πρωτεύουσά του. Πήρε το όνομά της από τον πατέρα του Αργοναύτη Ευρυμέδοντα, Κτήμενο. Η παλιότερη ονομασία της Άνω Κτιμένης ήταν Δρανίστα και ιστορικά, η Κτιμένη, πανάρχαιο θεσσαλικό πόλισμα, υπήρξε πρωτεύουσα της αρχαίας Δολοπίας. Σώζονται μάλιστα λείψανα τειχών της Μυκηναι κής περιόδου ( 1300 π.Χ. ) στη θέση << Παλαιόκαστρο>> 5 χλμ. Α και μηκυναικοί τάφοι βρέθηκαν στη θέση <<Καστρί>> . Η Άνω Κτιμένη ( υψ. 700 μ ) απέχει από την Καρδίτσα 45 χλμ. και η Κάτω Κτιμένη (υψ. 500 μ. ) 40χλμ. Ο πληθυσμός ανέρχεται σε 583 άτομα, χειμώνα και καλοκαίρι, τα οποία επιδίδονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία ( αιγοπρόβατα ). Στην Άνω Κτιμένη θάφτηκε με τιμές ο διοικητής της Λεγεώνας των Ξένων, Περικλής Βαρατάσης, που σκοτώθηκε στη Μαγούλα του Χατζή Εμίρ, πολεμώντας. Τον τάφο του προσκύνησε και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς, ενώ σώζεται μέχρι σήμερα στο χωρίο ο μαρμάρινος σταυρός που τοποθέτησαν οι αδερφές του.
Υπό αξιοποίηση βρίσκεται η πηγή <<Μουτσιάρα>>, με εξαιρετική θέα προς τη λίμνη. Η κορυφή Ράχη ( 736 μ.υψ. ) χαρίζει άπλετη θέα στην οροσειρά της Πίνδου. Πηγή ζωής για τους κατοίκους της περιοχής αποτελεί το δάσος της Κτιμένης ( 50,000 στρμ.), που εκτείνεται στη Δ. λοφοσειρά της Όθρυος σε υψ. 350-750 μ. και είναι κατάφυτο με δρύες, πλατάνια, κέδρους, πρίνους, κουμαριές. Είναι συνδιακατεχόμενο απο τους κατοίκους και το Δημόσιο απο το 1881 και η πανίδα του θεωρείται υποβαθμισμένη. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αποπνπέουν το πέτρινο μονότοξο γεφύρι του Δρανιτσιώτικου ποταμού στη θέση <<Μαντάνια>> ΒΔ> της Κάτω Κτιμένης, το δίτοξο γεφύρι στα Λουτρά και η καινούρια γέφυρα στο Φράγμα.
Αξίζει να επισκεφτεί κάποιος τις εκκλησίες της Ζωοδόζου Πηγής και την ανακαινισμένη της Αγ.Παρασκευής στην Ανω Κτημενη με ακουστικές ιδιότητες στην τοιχοποιία της.Ερείπια του ναού του Αη- Λια σώζονται στη θέση <<Νεοχώρι>> και το ιερό του ναού του Αγ.Γεωργίου. Η Κάτω Κτιμένη πανηγυρίζει της Ζωοδόχου Πηγής στην ομώνυμη εκκλησία, ενώ η Κάτω Κτιμένη της Αγ.Παρασκευής (26/07) με θρησκευτικές εκδηλώσεις, του Αγ.Γεωργίου και του Αγ.Αθανασίου. Στο χωρίο υπάρχει Πολιτιστικός Σύλλογος, Αγροτικός Σύλλογος, Αγροτικός Συνεταιρισμός και Δασικός Συνεταιρισμός.
ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ψητά της ώρας. ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ τα Λουτρά Καΐτσας, τη γέφυρα και το Φράγμα. ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ τα τοπικά πανηγύρια.
Σύντομο Ιστορικό Μακρυρράχης
ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ (ΚΑΪΤΣΑ)
Η Μακρυρράχη αποτελούσε Τοπικό Διαμέρισμα του πρώην Δήμου Ξυνιάδος, ενώ πλέον με την εφαρμογή του Ν.3852/2010 "Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης αποτελέι Τοπική Κοινότητα του Δήμου Δομοκού. Είναι από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής και σίγουρα προγενέστερη του 1640.
Η Καίτσα (Μακρυρράχη) βρίσκεται δυτικά και σε απόσταση 16 χιλ. από τον Δομοκό, πάνω από τις δυτικές όχθες της άλλοτε λίμνης Ξυνιάδας και σε απόσταση 2,5 χλμ από τον σιδηροδρομικό σταθμό Αγγειών.
Ανήκει από το 1974 (ΦΕΚ 187/2.7.74) στο Νομό Φθιώτιδας και συνορεύει: ανατολικά με τα χωριά Αγόριανη, Παναγιά και το λεκανοπέδιο της πρώην λίμνης Ξυνιάδας, βόρεια με Κτιμένη, δυτικά με Κυδωνιά και Μεσοχώρα (Πάπα) και νότια με Περιβόλι και Ασβέστη. ΄Εχει έκταση 51 χιλιάδες τ.μ., εκ των οποίων 8.300 στρέμματα είναι καλλιεργήσιμη γη και άνω των 35.000 δασωμένες εκτάσεις. Μέση στάθμη υψόμετρου 540 μέτρα. Κατά την απογραφή του 1991 οι κάτοικοι ήταν 508, ενώ στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι ήταν 470, απασχολούμενοι κυρίως με τη γεωργία αλλά και τη κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα αλλά και σημαντικός αριθμός βοοειδών). Πολλοί Καϊτσιώτες διαμένουν μόνιμα πλέον στη Λαμία, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της πατρίδας μας, αλλά και στο εξωτερικό.
Η Καίτσα είναι γνωστή για τα θειούχα ιαματικά λουτρά και για το γεγονός ότι στο παλιόκαστρο εντοπίζεται η αρχαία Δολοπική πόλη ΑΓΓΕΙΑΙ, καθώς και η ΚΥΠΑΙΡΑ. Η ωραία και αμφιθεατρική τοποθεσία προς δυσμάς του λεκανοπεδίου της αποξηραμένης λίμνης Ξυνιάδας, πάνω στην οποία είναι κτισμένη, και η πολυκύμαντη ιστορία της, από τότε που κτίστηκε το καινούριο χωριό (1900) μέχρι σήμερα, προσδίδουν σ’αυτή μια αίγλη και συμβάλλουν στη φήμη της.
Συμπληρώθηκαν ήδη 100 χρόνια από την εγκαινίαση του Ι. Ναού του Αγίου Νικολάου του χωριού από το 1908. Η χρονολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί και έτος επίσημης μετεγκατάστασης της Καΐτσας από το Παλιοχώρι στη Μακριά Ράχη, η οποία μετεγκατάσταση είχε βέβαια αρχίσει κατά το 1898 και συνεχίστηκε μέχρι το 1907 περίπου.
Μια πρώτη πληροφορία είναι εκείνη του 1640 στην πρόθεση του Μοναστηριού της Ρεντίνας, όπου αναφέρονται 105 ονόματα των τότε Καϊτσιωτών, που πρόσφεραν στον έρανο για την επισκευή του μοναστηριού. Μια δεύτερη μαρτυρία είναι εκείνη του 1659 (4-10 Νοεμβρίου), την οποία αναφέρει ένας περιοδεύοντας Ιεροσολυμίτης Μοναχός, που σώζεται στον Πατριαρχικό Ιεροσολυμιτικό Κώδικα. Μια προφορική παράδοση, σύμφωνα με τον παλιό δάσκαλο Αντώνη Οικονόμου, αναφέρει για ένα χωριό Λάγκα στη θέση «Μπαμπαλή Κιόσκι» βόρεια του Σιδ. Σταθμού Αγγειών, το οποίο κατέστρεψαν οι Τούρκοι με την πρώτη είσοδό τους στη Θεσσαλία (1390 ή 1425). Αργότερα, σπουδαία παρουσία είχε η Καίτσα κατά τον μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα του 1821, οπότε οι Καϊτσιώτες συμμετείχαν στην Επανάσταση και οι φάκελοι οκτώ εξ αυτών σώζονται στα Γεν. Αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Με τη Συνθήκη του 1830, που συστήθηκε το πρώτο Ελληνικό Κράτος, δυστυχώς η Καίτσα παρέμεινε κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, μέχρι το 1881 που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Καϊτσιώτες όμως συμμετείχαν και στις απελευθερωτικές προσπάθειες των ετών 1854, 1866-69, 1878. Το 1883 έγιναν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στο χωριό, το οποίο υπαγόταν στο Δήμο Ταμασίου. Δύο Καϊτσιώτες μάλιστα, οι αδελφοί Καπάλα, χρημάτισαν και δήμαρχοι, ένας δε Καπάλας, ιατρός και βουλευτής Καρδίτσας.
Το 1928, που με νόμο αντικαταστάθηκαν ονόματα χωριών, που θεωρούνταν κακόηχα ή μη Ελληνικά, μετονομάσθηκε και η Καίτσα σε Μακρυρράχη, με υπόδειξη του παλιού δασκάλου Γιάννη Οικονόμου». (Ιστοσελίδα των «Απανταχού Καιτσιωτών» ο εκ Μακρυρράχης κος Δημ. Γ. Κουτρούμπας).
Ο οικισμός μεταφέρθηκε από άλλο σημείο στη θέση Μακριά Ράχη και αναπτύχθηκε ραγδαία αφού από 438 κατοίκους το 1881 έφτασε το 1928 τους 1348. Είχε όμως και η Μακρυρράχη την ίδια τύχη στα χρόνια που ακολούθησαν με τα υπόλοιπα χωριά της Ελληνικής επαρχίας λόγω της αστυφιλίας και της έλλειψης σωστής αγροτικής πολιτικής και υποδομών από την Ελληνική πολιτεία. Η Καίτσα «υπήχθη στο δήμο Ταμασίου, που συστήθηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους (1881). Ο δήμος Ταμασίου ανήκε στην επαρχία Καρδίτσας του Νομού Τρικάλων. Ήτο δήμος Γ΄τάξεως, αφού οι κάτοικοί του δεν υπερέβαιναν τις 2 χιλιάδες ενώ οι δήμοι Α΄τάξεως είχαν από 10 χιλιάδες και πάνω και οι Β΄τάξεως από 2 έως 10 χιλιάδες κατοίκους». Η ίδρυση του δήμου έγινε το 1883 (Β.Δ…. ΦΕΚ 126/2.4.1883) και διαλύθηκε το 1912 με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Δημητρίου Αθαν.Καπάλα, που στηρίχθηκε στο Νόμο ΔΝΖ (ΦΕΚ 58/14.2.1912). Ο Καπάλας όμως ως τελευταίος δήμαρχος κράτησε την Αρχή μέχρι το 1914. Ο δήμος πήρε το όνομά του από το όρος Ταμασός (σήμερα Κατάχλωρον) ύψους 984 μέτρων, που βρίσκεται πάνω από το χωριό Ανάβρα. Στο δήμο αυτό ανήκαν δέκα χωριά : 1) η Δρανίστα (Κτιμένη) με 242 κατοίκους, 2) το Ασλανάρι (Λεοντάρι) με 239 κατ., 3) η Καίτσα (Μακρυρράχη) με 438 κατοίκους, 4) η Πάπα (Μεσοχώρα) με 85 κ., 5) η Μπαλαμπανή (Ασημοχώρι) με 86 κ., 6) το Αμαρλάρι (Αχλαδιά) με 186 κ., 7) το Τσαμάσι (Ανάβρα) με 68 κ., 8) το Χαλαμπρέζι (Κέδρος) με 272 κ., 9) το Χαϊχαλί με 75 κ., που συγχωνεύθηκε αργότερα με το Αμαρλάρι και 10) το Χατζηεμήρ με 70 κατοίκους που συγχωνεύθηκε αργότερα με το Ασλανάρι. Συνολικός πληθυσμός του δήμου 1762 κάτοικοι. Η σύνθεση των δήμων Γ’ τάξεως ήταν σύμφωνα με το Διάταγμα (ΦΕΚ 96/16.3.1883) ένας δήμαρχος, δύο δημαρχιακοί πάρεδροι και οκτώ δημοτικοί σύμβουλοι. Από το Φθινόπωρο του 1881 μέχρι 29 Μαίου 1883 καμία δημοτική διοίκηση δεν υπήρχε στα χωριά μας. Οι πρώτες δημαρχιακές εκλογές ορίσθηκαν στις 29 Μαίου 1883 με Βας.Δ/γμα (ΦΕΚ 129/5.4.1883). Η ψηφοφορία γινόταν με σφαιρίδια, τα λεγόμενα «δραμάρια». Ως έδρα του δήμου Ταμασίου ορίσθηκε η Δρανίστα κατ’ αρχάς. Αργότερα όμως λόγω διενέξεων μεταξύ Καίτσης και Δρανίστας ορίσθηκε η Δρανίστα ως έδρα για το καλοκαίρι και το Ασλανάρι για το χειμώνα. Ως δήμαρχοι εκλέγονταν δυναμικές προσωπικότητες των τριών μεγαλύτερων χωριών (Δημόπουλος από τη Δρανίστα, Καπαλαίοι από την Καίτσα και Μακρής από το Ασλανάρι).
0 Σχόλια