Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ο ερχομός της Πίτσας

Όταν ήρθε η Πίτσα στο νησί ήταν προπαραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 1960. Είχε κατέβει η Μαρουσώ στη προκυμαία να προϋπαντήσει τον γιο της από τον Πειραιά .
Ενάμισι μήνα στο νοσοκομείο με το πόδι εγχειρισμένο μετά το βαρύ πέσιμο στη δουλειά .
Με το καΐκι τον τρέχανε άρον – άρον που να....

βρεθεί καράβι τότε μετά το μεσημέρι .Την πέμπτη μέρα γύρισε πίσω μπρος η μάνα του .Όλα είχαν πάει καλά .
. Είχε να φροντίσει και άλλους οκτώ νομάτους . Πότε ο ένας αδελφός ,πότε ο πατέρας ,του κατέβαζαν καινούριες αλλαξιές και του έκαναν συντροφιά. Ο Σώζος της ήταν ο δεύτερος γιος. Αλλους δυο είχε και την μοναχοκόρη. Μόνο που τούτος δω είχε βγει κομμάτι λειψός, μισή μερίδα κορμί .Ποιος ξέρει από ποιο πρόγονο είχε πάρει πάντως όχι από την δική τους μεριά, σ΄αυτό δεν σήκωνε κουβέντα, πιθανά από τον άντρα της.
Μικροκαμωμένος και φιλάσθενος γάνιασε να τον αναστήσει.
Το βαπόρι έδεσε στην προκυμαία .Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει. Στην άκρη
της σκάλας φάνηκε το αγόρι της. Λαχτάρισε η μάνα σταυροκοπήθηκε. Σαν πάτησε στη στεριά ο Σώζος στριφογύριζε πάνω κάτω .Κάτι έψαχνε. Σαν πολλές βαλίτσες μάζευε πλάι του .
- Έλα Βαγγελίστρα μου,τι ναι τούτα τα μπαγκάζια που τα βρε καλέ τούτος ,ήμαρτον ξανασταυροκοπήθηκε.
- Τι κάνεις έτσι χριστιανή μου ,με ξεκλώνισες . Σε καλό σου!
- Αμ δε που είναι για καλό μου, δες αγκαζέ με την άντε μη πω, αυτή που σου λεγα , που είχε στο διπλανό κρεβάτι τον μπάρμπα της .Αμ έβλεπα τις ματιές τα αστειάκια τα γελάκια τα σούρτα- φέρτα .Δεν μου γούσταραν στα΄ λεγα, αλλά άντε να φανταστώ και τούτο το χαΐρι .Δώσε μου Βαγγελίστρα μου κουράγιο, ωχ έρχονται κρατάτε Τούρκοι τ’άρματα.
Η « άντε μη πει», καμάρωνε στο μπράτσο του Σώζου ένα κεφάλι και κάτι ψηλότερη.
Πέντε βήματα τον χώριζαν από την μάνα.
Την ήξερε καλά την Μαρουσώ δεν την ξεγέλαγαν Θεοί και δαιμόνια . Έπεσε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Καταλάβαινε ότι θα την έβρισκε απέναντι του αντίπαλο .
- Μάνα την Πίτσα τη θυμάσαι .Ήρθε να ξεδώσει κομμάτι .Τα΄μαθες πως έχασε τον μπάρμπα της . Την κάλεσα να έρθει σπίτι να μέρες που είναι .
-Ζωή σε λόγου σου, δεν το κατάλαβα δεν φορείς και μαύρα ..
Άρχισε η πρώτη μπηχτή .
Η καλεσμένη ατάραχη γελαστή σα να μη πολυκαταλάβαινε, τον εμφύλιο που πλησίαζε.
Χαιρετηθήκαμε με το σμίξιμο των χεριών .
Ο Σώζος με κοιτούσε.Μέσα στα μάτια του διέκρινα αγωνία και αναζήτηση συμμαχίας .
-Νονά να σε φιλήσω .Σε ευχαριστώ για όσα έκανες και ότι μου έστειλες .Τον είχε βαφτίσει η μάνα μου και όλες μας έλεγε νονά και την αδελφή μου και μένα .
Έρημε μου, σκέφτηκα από που να σε φυλάξω!
Τα κάνουν αυτά τα ξαφνικά στη Μαρουσώ;
Την άλλη μέρα παραμονή της Παναγίας είχαμε ραντεβού να ανέβουμε στο μοναστήρι .
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα γινόταν αυτό το τάμα, ένα χρόνο από την γέννηση του Σώζου, τότε που λίγο έλειψε να πεθάνει .Για να φτάσεις στο μοναστήρι ούτε κάρο δεν ανέβαινε. Έπρεπε να γνωρίζεις τα μονοπάτια γιατί δυο βουνά το χώριζαν από τη δημοσιά. Μόνο όσοι ήξεραν τα ανοίγματα μπορούσαν να φτάσουν. Χρόνια τώρα είχαμε μάθει τα κατατόπια .
Η Μαρουσώ με μια βίτσα στο χέρι είχε ρημάξει τις θυμαριές. Μοσχοβολούσε ο αγέρας αλλά εκείνη έβγαζε το θυμό της .
- Που να μη με βρει κακό .Όχι πέ μου τι θέλει σπίτι μου η κόρη μιας μπουλουξούς, όχι πέέέέ μου.
Το συνήθειο της ήταν να κολλάει τα φωνήεντα στη σειρά ανάλογα τι ήθελε να εκφράσει, χαρά, απελπισία, πόνο, θυμό.
-Χτες το βράδυ έφυγες .Έχασες .Έπρεπε να απολαύσεις την αποβλακομάρα μας, λες και μείναμε άλαλοι από φόβο μη και μάθουμε την αλήθεια. Σούρτα - φέρτα η λεγάμενη , να της δείχνει το αποβλακωμένο μας την αυλή μπρος πίσω .Εκείνο που μου έστελνε τα νεύρα περίπατο ήταν το γελάκι. Λες και της τόχανε κολλήσει, σαν το σατανά που ήρθε για κουμανταδόρος στα έχει μας .Βαγγελίστρα μου δώνε μου κουράγιο, μη κι ορμήξω και δε μας μαζεύουνε, όλοι οι χωροφυλάκοι .Μας περιμένει ξεφτίλα Αντριανάάά....
- Αμάν με κούρασες. Εσύ κάνεις σα να πρόκειται να την στεφανωθεί .
- Αμ κατά κει το πάει και θυμού τη μέρα που ξημερώνει .
Η βίτσα δυνάμωνε την ορμή της .
Φτάσαμε στο μοναστήρι μουσκίδι στον ιδρώτα . Ριχτήκαμε στην ασβεστωμένη πεζούλα να πάρουμε ανάσα.
Η Μαρουσώ από το χτύπα, βάρα, βαριανάσαινε .Δίπλα μας ήταν η βρύση που έτρεχε το νερό της από την πηγή στη γούρνα κι από κει στα σκαμμένα, να ποτίζονται τα φυτέματα .
Ρίξαμε μπόλικο νερό, πίναμε και ρίχναμε στα ξαναμμένα κεφάλια μας .
Κόσμος είχε μαζευτεί από όλο το γύρο του νησιού.
Τέτοια μέρα, κάθε χρόνο οι καλόγριες, καλωσόριζαν τους συχωριανούς και είχαν κεράσματα να δώσουν και να πάρουν τάματα. Με τα ζωντανά τους, όσοι είχαν, κουβαλούσαν ότι μπόραγε ο καθένας. Ήταν κι η φτώχια αβάσταχτη. Ζούσαμε με ότι σπέρναμε, ότι ψαρεύαμε και ότι βλάστιζε στους κήπους μας .
Σαν τέλειωσε η λειτουργία στρώσαμε όλοι ψηλά χράμια που βαστούσαμε μαζί μας .Γέμιζε η αυλή ταλαιπωρημένα κορμιά που έγερναν να αποκοιμηθούν ανάμεσα στα λιγνά δεντράκια ταλαίπωροι, αλλά με ανάλαφρη την ψυχή, γεμάτοι προσδοκία για ότι είχε ο καθένας παρακαλέσει κι ας ήταν ίδια με τα πέρσι αρκεί να ήμαστε καλά να ερχόμαστε κάθε χρόνο να παίρνουμε παράταση, σε ότι ο καθένας πρόσμενε να του γίνει .
Η Μαρουσώ έγειρε κάτι να μου ψιθυρίσει, βάζοντας την παλάμη της κουρτίνα στο στόμα μη και ακουστεί από άλλους .
-Βγάλε το σκασμό μη και αρχίσεις μέρα που ξημερώνει, γιατί θα πρήξεις και την Παναγιά .
- Άντε ,βρε βλάκα να σου δώσω ένα φιλί να είναι για τα χρόνια πολλά. Ήξερα ότι ήταν παραπονιάρα δεν ήθελα να την πικράνω. Αρκετό βάρος είχε το μέσα της.
Γιαγιά Αντιγόνη

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια