Το ύφος του ταλαίπωρου γονιού θα πρέπει να εμφανίζεται συχνά στις διμερείς επαφές των γενεών.
Το βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας των νέων είναι ότι....
εκφράζει και εκφράζεται μέσα στην «παρέα»
Η ατυχία της σημερινής νεολαίας είναι ότι οι ενήλικοι αρπάζουμε τη γλώσσα της και τη χρησιμοποιούμε ευρύτατα. Μια ενδιαφέρουσα έρευνα για τη γλώσσα, που έκανε η ALCO το 2005 για το Ινστιτούτο Εικοινωνίας, ρωτούσε Ελληνες 16-56 ετών ποια λέξη θα χρησιμοποιούσαν για να αντιδράσουν σε κάτι αναπάντεχο: Το 20% δήλωσε ότι προτιμά τη λέξη «έμεινα», το 13% το «κουφάθηκα», το 5% το «καράφλιασα», το 25% το
«απίστευτο» και μόλις το 15% το «εξεπλάγην» ή το «εκπλήσσομαι»! Το συμπέρασμα; Το «απίστευτο» έχει εισ χωρήσει βαθιά στην καθομιλουμένη των ενηλίκων· άλλο συμπέρασμα, λίγο άσχετο, είναι ότι το «καράφλιασα» είναι πλέον «πασέ», ή μήπως πρέπει να πω λαστ γίαρ;
Γλωσσάρι για κάθε περίπτωση
Το 'χει κάψει, είναι καμένος = Τα εγκεφαλικά του κύτταρα έχουν καταστραφεί (από ουσίες ή από βιντεογκέιμ).
Δεν την παλεύω = Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο, δεν «το 'χω».
Τα σπάμε = Είμαστε καταπληκτικοί, «το 'χουμε», περνάμε σούπερ. «Τα σπάει!» = είναι τέλειο, εντυπωσιάζει...
Πού 'σαι, ρε μαν; = Η φράση χρησιμοποιείται έτσι ακριβώς ως χαιρετισμός. Από το αγγλικό man και με εμφανή την επιρροή της χιπ χοπ κουλτούρας.
Νταουνιάσου! = Κάτσε κάτω, sit down. Είναι νέα, χιουμοριστική χρήση που δεν έχει σχέση με το «νταουνιάζομαι», το «πέφτω ψυχολογικά», που ήταν λαστ γίαρ!
Ενιγουέι = (Anyway) Οπως και να 'χει. Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό.
Χελόου; = (Hello?) Είναι κανείς εκεί; (μέσα στο κεφάλι σου) ή «το 'χεις ακατοίκητο;» Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό, για να δηλώσει το υπερπροφανές, αυτό που ο άλλος είναι «ζώγγολο» αν δεν το καταλαβαίνει.
Τζίζας = (Jesus) Ο Ιησούς και τα άτομα που έχουν εμφάνιση αυτού του τύπου. «Πού πας, ρε μεγάλε, με τα μαλλιά σαν τον Τζίζας;»
Ρισπέκτ! = (Respect!) Χρησιμοποιείται όπως και η αντίστοιχη αγγλική έκφραση, για να δηλώσει βαθιά εκτίμηση σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: «Εντάξει, ξέρει μπάσκετ το άτομο, ρισπέκτ!» - «Χα, χα, ρισπέκτ, μεγάλε, μου 'φτιαξες το κέφι, μαν!»
Οκέικ = Το οκέι σε χιουμοριστική εκδοχή, με μεγάλη πέραση αυτόν τον καιρό.
Αν-παίκταμπλ = Από το στερητικό α + παίζομαι + την αγγλική κατάληξη -able: Δεν παίζεται!
Λ.Α. (προφέρεται ελ έι) = Το λεκανοπέδιο Αττικής, στη γλώσσα των χιπ-χόπερ και των δυτικών προαστίων. Πώς είναι το Λος Αντζελες; Καμία σχέση!
Το συσιφόνι = Ελληνοποίηση του youtube (εσύ+σιφόνι). Χρησιμοποιείται με χιουμοριστική διάθεση.
Λεβελιάζω = Από το αγγλικό level: Ανεβαίνω επίπεδα με γοργούς ρυθμούς, σε ον λάιν γκέιμ. Σημαίνει και το έχω κολλήσει άσχημα (εθιστεί) και παίζω όλη μέρα.
Ζούδι = Ζώο, άχρηστος. Η νέα γενιά το χρησιμοποιεί με σχετικά ελαφριά διάθεση. «Καλά, ρε ζούδι, δεν υπάρχει αυτό που λες!»
Ζώγγολο = Από το ζώο + μόγγολο. Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη χαμηλή διανοητική ικανότητα του αναφερόμενου ως «ζώγγολο».
Ούζο = Ούφο, ζώο, χαζό.
Αργάμισι = Αργά και κάτι παρά πάνω: «Τι ώρα γύρισες χτες; - Ε, αργάμισι!», «Καλά, ας μην τον περιμένουμε, αυτός θα έρθει αργάμισι!»
Εφαγα χι, έριξα χι = Απόρριψη, χυλόπιτα, διακοπή διπλωματικών σχέσεων: «Δεν με ξέρει καλά εμένα, θα φάει ένα χι που θα είναι όλο δικό του!»
Καστανάς = Ο ασήμαντος, ο τίποτα: «Τι κάνει αυτή με τον καστανά;»
Σάπιος = Κάποιος που δεν είναι εντάξει.
Μαλέφας = Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας). Συνώνυμο του «γκράντε μαλάκα» σε λιγότερο προσβλητική εκδοχή.
Μακάκας = Πολύ χοτ λόγω Λαζόπουλου.
Μαλακάσας = Λίγο πιο ελαφρύ από το σκέτο...
Μαέβιους = Ο,τι και τα παραπάνω, αναφορά στον «Μαέβιους Παχατουρίδη», τον πομπώδη ζωγράφο από τους Α.Μ.Α.Ν.
Σκαλώνω = Κολλάω, δυσκολεύομαι: «Να δεις πώς τον είπε; Σκάλωσα τώρα...»
Λούζομαι, το λούζω = Αράζω χωρίς να κάνω τίποτα, «σαπίζω»: «Πώς λούστηκες χτες;» (Δηλαδή, τι έκανες;) Συχνές χρήσεις: «Ασε, σήμερα πάλι έλουσα» - «Είσαι λούστης!»
Σάπινγκ = Από το «σαπίζω» και την κατάληξη -ing: Το λούζω, δεν κάνω τίποτα, είμαι όλη μέρα στον καναπέ... «Κομμάτια είμαι από χτες, σήμερα θα κάνω σάπινγκ». Να μη συγχέεται με το παλιότερο «κοκούνινγκ», που ήταν η αγγλική έκφραση cocooning και είχε τη θετική έννοια του αράγματος στο ζεστό σπιτικό.
Κλασικά = Ξανά στη μόδα μεταξύ των νέων παιδιών, προς απόδειξιν του ότι όλες οι μόδες, ακόμη και οι λεκτικές, μπορούν να επιστρέψουν: «Και, κλασικά, το λούσαμε και χτες». Σήμερα, όμως, χρησιμοποιείται όπως και το «classic» στα αγγλικά, ως δήλωση του αναμενόμενου: «Και του είπα του μαλέφα, η γκόμενα είναι φέτα, αλλά αυτός εκεί, σκάλωσε! - Κλασικό!»
Επικό = Τρομερό, καταπληκτικό, ανώτερο από «κλασικό». Επίσης χαρακτηρίζει και μια εντυπωσιακή γυναίκα: «Επική γκόμενα, λέμε!»
Ελεος! = Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό «mercy!» ως επιφώνημα. «Πάλι ποδόσφαιρο θα δείτε; Ελεος!»
Σαύρα = Μη εμφανίσιμη γκόμενα.
Φ.Ε.Τ.Α.= Το ίδιο, από τα αρχικά Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας!
Φλόμπα = Μη εμφανίσιμη, παράλληλα δε και κακού ή φτηνού γούστου γκόμενα.
Γκικ = Φύτουκλας (και τα πιο ελαφρά: σπασίκλας, φυτό). Geek: Ατομο που δεν «το 'χει» με το γενικό περιβάλλον και που είναι κολλημένο με αντικείμενα ή θέματα διανοητικού περιεχομένου, τεχνολογίας και αντίστοιχων παιχνιδιών (ηλεκτρονικών και μη). Το «σπασίκλας» αφορά περισσότερο τον κολλημένο με τα βιβλία και τα μαθήματα.
Ντρίμι = Το αγγλικό «dreamy» (ονειρικός, όνειρο), αντικαθιστά ταχύτατα το -παλιότερο- «θεϊκός». Για γραπτά μηνύματα...
Ο-μι-τζι= Ο.Μ.G., τα αρχικά τού «oh, my God!» (Θεέ μου!). Εκφραση πάρα πολύ της μόδας στην Αμερική, πέρασε μέσω ίντερνετ τσάτινγκ σε όλο τον κόσμο. Μόνο που εδώ χρησιμοποιείται και... προφορικά!
ΛΟΛ = L.Ο.L., τα αρχικά τού «laugh out loud» (γελάω δυνατά). Διεθνώς χρησιμοποιείται μόνο στη γραπτή επικοινωνία μέσω ίντερνετ ή sms, εδώ ακούγεται κιόλας. Σημειώστε και το αρκετά χιουμοριστικό προφορικό «Ο-μι-τζι και τρία ΛΟΛ!».
ROTF-LOL = Ο υπερθετικός του ΛΟΛ,«rolling on the floor laughing out loud»: Κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια! Ευρύτατης χρήσεως στο ίντερνετ. Της ιδίας φύσεως και τα:
LMAO = Laughing my ass off: Ξεκωλώθηκα στο γέλιο.
LMFAO = Laughing my fucking ass off: Ξεκωλώθηκα εντελώς και συνεχίζω να γελάω.
ROFLMAO = Rolling on floor laughing my ass off: Κυλιέμαι στα πάτωμα ξεκωλωμένος από τα γέλια (και πάει λέγοντας...).
BF / GF = Boy-friend, Girl-friend: Το αγόρι/ το κορίτσι ή αυτός/-ή που θέλουμε.
BFF = Best friends forever: Η κολλητή (βλέπε και την ομότιτλη εκπομπή ριάλιτι με την Πάρις Χίλτον).
F2F = Face to face: Πρόσωπο με πρόσωπο. Παίζει πολύ στα sms «ψησίματος».
ΤΥ = Thank you, ευχαριστώ εν συντομία.
Μιλφ = MILF, τα αρχικά του «mother Ι'd like to fuck» (όχι, δεν θα σας το μεταφράσω!). Περιγράφει γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας (θα μπορούσε να είναι και μητέρα) που ξεσηκώνει τον νεότερο αντρικό πληθυσμό. Η φράση έχει περάσει και στα βιντεοκλάμπ, όπου στα πορνό οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν «Μιλφάκια»! Στην Αμερική παίζει και το GILF («grand-mother...» και τα λοιπά), που εδώ δεν έχει πιάσει - και πολύ λογικά, γιατί οι ελληνίδες γιαγιάδες σπάνια φέρνουν στην Γκόλντι Χόουν!
WTF? = Τα αρχικά τού «what the fuck?». Σε ελεύθερη μετάφραση, τι στο διάολο; Αποκλειστικά σε γραπτή επικοινωνία.
POS = Parent over shoulder, συνθηματικό «σύρμα». Σημαίνει στην ιντερνετική γλώσσα «γονιός πάνω απ' τον ώμο μου», δεν μπορώ να μιλήσω τώρα...
Ρ911 = Συναγερμός, γονείς! Από το Ρ (parent) και τον αριθμό 911 (το αμερικανικό της αμέσου βοηθείας)!
Το έχω! = Ναι, το μπορώ/το γνωρίζω/μου φαίνεται καλή ιδέα. Σημαίνει, επίσης, είμαι καταπληκτικός: «Το 'χεις, λέμε!» Συνώνυμο του παλιότερου «Είσαι θεός/-ά!» και του ακόμη παλιότερου «Σκίζεις!».
Δεν της το 'χα = Δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο...
Δεν υπάρχει! = Είναι απίστευτο, τρελό, καταπληκτικό. Το χρησιμοποιούμε και ως υπερθετικό για πρόσωπα: «Καλά, δεν υπάρχεις, μιλάμε!»
Ο,τι να 'ναι = Χρησιμοποιείται πάρα πολύ και με διάφορες αφορμές, αλλά και χωρίς αφορμή· δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανοργανωσιά. Ως χαρακτηρισμός προσώπου δηλώνει κάποιον που είναι στον κόσμο του: «Ο τύπος είναι ό,τι να 'ναι!» Ανάμεσα σε παρέες, παίρνει και την έννοια του «Δε βαριέσαι» ή του «Ας πάει και το παλιάμπελο»: «Είδαμε μαραθώνιο "True Blood" όλο το Σάββατο! - Καλά, ό,τι να 'ναι!» ή «Τι λέτε; Τρία επεισόδια έμειναν, να τα δούμε; - Καλά, ό,τι να 'ναι!»
0 Σχόλια