Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι

Ο Θεός Αγαπάει Το Χαβιάρι - God Loves Caviar
του Γιάννη Σμαραγδή
με τους Catherine Deneuve, Sebastian Koch, John Cleese, Catherine Deneuve, Juan Diego Botto, Evgeny Stychkin, Olga Sutulova, Λάκη Λαζόπουλο, Άκη Σακελλαρίου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γιάννη Βούρο, Αλέξανδρο Μυλωνά, Γιώργο Χαραλαμπίδη, Μιχάλη Ιατρόπουλο, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Παύλο Κοντογιαννίδη, Δημήτρη Καλλιβωκά, Τάσο Νούσια, Μάνο Τσαγκαράκη

Υπόθεση:

Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι είναι η συγκλονιστική ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη, ο οποίος από πειρατής του Αιγαίου Πελάγους, φτάνει στην Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, απλώνεται στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας και καταλήγει στην διχασμένη από εμφύλιες διαμάχες Ελλάδα, κατά την επανάσταση του 1821. Κατά την παραμονή του στην Ρωσία, εξελίσσεται σε ζάμπλουτο εξαγωγέα χαβιαριού. Η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον φέρνει αντιμέτωπο με απανωτές συμφορές, μέχρι που αποφασίζει να χαρίσει όλη του την περιουσία και στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό στο όνομα της αγάπης.
 Και μερικά trivia:
Το σενάριο γράφτηκε 33 φορές και συμμετείχαν 4 άτομα: Γιάννης Σμαραγδής, Παναγιώτης Πασχίδης, η Αγγλίδα Jackie Pavlenko,και ο Ρώσος Vladimir Valutsky.
Για το storyboard (3 τόμοι), η Μαρία Δήμα με 960 σκίτσα, σχεδίασε πλάνο–πλάνο όλη την ταινία.
300 νέα κοστούμια κατασκευάστηκαν και άλλα 800 ενοικιάστηκαν από το εργαστήριο του Cornejo στην Ισπανία, ένα από τα μεγαλύτερα βεστιάρια του κόσμου.
Χρειάστηκαν 400 κουτιά φιλμ 35mm, ενώ συμμετείχαν περίπου 100 ηθοποιοί και 1.000 κομπάρσοι.
 ΚΡΙΤΙΚΕΣ:
1.Σε όλη την διάρκεια της μέχρι τώρα κινηματογραφικής του καριέρας, ο Γιάννης Σμαραγδής έχει αποδείξει με σαφήνεια δύο πράγματα: Πρώτον ότι είναι ένας δημιουργός στον οποίο αρέσει να καταπιάνεται με μεγαλεπήβολες θεματικές και να αναμετριέται με φιλόδοξα φιλμικά σχέδια. Δεύτερο και σημαντικότερο, ότι ως σκηνοθέτης δυσκολεύεται μονόμως να τα φέρει εις πέρας. Φρέσκο από την (ας είμαστε ειλικρινείς) μουδιασμένη πρεμιέρα του στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Τορόντο, το δράμα εποχής που εμπνεύστηκε ο Σμαραγδής από την αληθινή ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη διαλέγει να βιογραφήσει και πάλι μια εμβληματική και ευεργετική εθνική φιγούρα, με την ίδια περίπου λογική που το έκανε πριν πέντε χρόνια στο «Ελ Γκρέκο».
Με καταγωγή από τα Ψαρά, ο Ιωάννης Βαρβάκης κατόρθωσε από πειρατής των θαλασσών να φτάσει μέχρι την Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, να κερδίσει την εύνοιά της και να συμμετάσχει στον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αργότερα, μέσω μιας διογκούμενης εμπορικής δραστηριότητας που είχε ως βάση της την αλιεία, κατέληξε να προσφέρει στην επανάσταση του 21 και να δωρίσει την μεγάλη περιουσία που απέκτησε για κοινωφελή έργα εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας.
Όλα αυτά μοιάζουν άκρως υποσχόμενα στα χαρτιά και πράγματι το υλικό της μυθιστορηματικής ζωής του Βαρβάκη αρκούσε από μόνο του για να στηρίξει επάνω του όχι απλώς μια πολύωρη ταινία αλλά μια ολόκληρη τηλεοπτική σειρά. Η πραγματικότητα αποδεικνύεται, εντούτοις, πολύ διαφορετική επί οθόνης. Ολόκληρο το φιλμ είναι ένας μονότονος φιλμικός σιδηρόδρομος συμβάντων που κινείται από τη μια πομπώδη σκηνή στην άλλη χωρίς καμία αίσθηση αφηγηματικής ισχύος, στοιχειώδους ρυθμού ή οποιουδήποτε κριτικού βλέμματος απέναντι στα όσα παρακολουθούμε.
Με μια αυτόματη και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοβουλία σκηνοθεσία, η οποία ανοίγει απλά δρόμο ανάμεσα από έναν συρφετό γεγονότων, δίχως να αφήνει τίποτα να την αγγίξει ή να την εγείρει συναισθηματικά, η ταινία περισσότερο καμώνεται παρά μοιάζει με το πολυτελές και βαθυστόχαστο επικό σινεμά το οποίο πασχίζει να αναπαράγει.
Σε αυτό δεν βοηθούν, φυσικά, ούτε ένα άτακτο χαρμάνι προφορών το οποίο πασχίζει να τα βγάλει πέρα με την σωστή εκφορά της αγγλικής γλώσσας, ούτε διεθνούς βεληνεκούς ερμηνευτές όπως ο Τζον Κλιζ και η Κατρίν Ντενέβ οι οποίοι υποστηρίζονται ελάχιστα από το επεισοδιακό σενάριο. Εξαίρεση αποτελεί ο Σεμπάστιαν Κοχ (ηθοποιός μεγάλης γκάμας, γνωστότερος από τις «Ζωές των Αλλων») που προσπαθεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο να μεταδώσει ολομόναχος λίγο πάθος σε μια ταινία η οποία φαίνεται να το στερείται.
Μπορεί η επικείμενη έξοδος του φιλμ στη χώρα μας να προετοιμάζεται σαν να πρόκειται για κάποιου είδους σημαντικό εθνικό συμβάν και η κυκλοφορία του να συμπίπτει πιθανόν με ένα καταπιεσμένο λαϊκό συναίσθημα που ψάχνει τρόπους να εκτονωθεί πατριωτικά μέσω της μυθοπλασίας, δυστυχώς όμως το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος του ένα συμβατικό και άψυχο ιστορικό δράμα βεστιαρίου. Όσο καλοδεχούμενες κι αν είναι οι προθέσεις του Γιάννη Σμαραγδή για μια μεγάλων διαστάσεων ελληνική παραγωγή, από αυτές που σπάνια πλέον μπορεί να πραγματοποιήσει η εγχώρια κινηματογραφία, η αλήθεια είναι ότι το πραγματικά καλό σινεμά χρειάζεται συνήθως πολλά περισσότερα εκτός από όραμα.
Από τον Λουκά Κατσίκα
2.Το γεγονός ότι ο «ελληνοκεντρικός» κ. Σμαραγδής καταπιάνεται στις ταινίες του με προσωπικότητες που χάραξαν την Ελληνική ιστορία (Καβάφης, El Greco, Σπύρος Λούης και τώρα Βαρβάκης), είναι αξιέπαινο.
Το γεγονός όμως, ότι ο «ελληνοκεντρικός» κ. Σμαραγδής στις περισσότερες από αυτές, χρησιμοποιεί για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ξένους ηθοποιούς, είναι αξιοσημείωτο.
Τέλος, το ότι επιμένει σε όλες τις ταινίες του να χρησιμοποιεί συμβολισμούς με στόχο την υπέρβαση, οι οποίοι όμως αποβαίνουν εις βάρος του δυναμισμού της ταινίας, είναι αξιοπερίεργο.
Θέλω να πω ότι, όταν αποφασίζεις να απεικονίσεις την ιστορία ισχυρών προσωπικοτήτων, δεν φτάνει να αναφέρεις στο δελτίο τύπου ότι «πρόκειται για μια επική ταινία». Επικές ταινίες επίσης, ήταν το ΟΧΙ (1969) του Τζέιμς Πάρις και η Μαντώ Μαυρογένους (1971) του Κώστα Καραγιάννη. Ούτε να κυκλοφορείς ένα τρέιλερ γεμάτο ένταση και δράση, που όμως απουσιάζουν από την ταινία, παρόλο που αυτή αφορά μια ισχυρή, δυναμική προσωπικότητα.
Δεν θα σχολιάσω τις ερμηνείες του «διεθνούς cast» της ταινίας, το οποίο λόγω της πολυπολιτισμικότητάς του, μιλάει Αγγλικά με Γαλλική, Ρωσική, Ισπανική, Γερμανική και Ελληνική προφορά, εκτός του Τζον Γκλιζ που είναι original. Το γεγονός αυτό εμποδίζει την ανάπτυξη του όποιου ταλέντου υπάρχει ανάμεσά τους. Όλοι, απευθυνόμενοι εμφανώς σε ένα διεθνές κοινό, «τα λένε» προσπαθώντας να ακούγονται καθαρά τα Αγγλικά τους. Μέχρι κι ο Παπακαλιάτης που εμφανίζεται στο πλάι της Κατρίν Ντενέβ. Ενώ πιο άνετος στην εκφορά εμφανίζεται ο «εκ θεού» Λαζόπουλος.
Η φωτογραφία, τα ντεκόρ, τα κοστούμια και η μουσική, κερδίζουν το μάτι και το αυτί του ελληνοκεντρικού (όπως και ο σκηνοθέτης), αλλά ανυποψίαστου θεατή.
του Άγγελου Πολύδωρου

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια