Η ψάθα, ως υλικό, υπήρξε πάντα τόσο "αυτονόητη" και συνδεδεμένη με την καθημερινή ζωή του ανθρώπου, που σχεδόν περνούσε απαρατήρητη.
Από την αυγή του πολιτισμού - αλλά και παλαιότερα - θεωρείτο ευτελής, αναλώσιμη και πολύ εύκολα ανανεώσιμη, μια και ο καθένας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πλέξει τη δική του ψάθα με τις πρώτες ύλες που παρέχει η φύση.
Για το λόγο αυτό επικράτησε - στους βυζαντινούς χρόνους, λένε - η γνωστή έκφραση "πέθανε στη ψάθα", από την οποία προκύπτει ότι ακόμα κι αν κάποιος ήταν τόσο φτωχός που δεν μπορούσε να έχει ούτε ένα στρώμα για να κοιμάται, μπορούσε παρόλα αυτά να έχει τουλάχιστον μια ψάθα.
Οι παλαιοανθρωπολόγοι λένε ότι την ανακαλύψαμε πριν από τα υφάσματα. Δεν υπάρχουν πολλά ευρήματα για να το στηρίξουν επειδή η ψάθα, ως μαλακό υλικό, δεν διατηρείται εύκολα ανά τις χιλιετηρίδες. Όμως, απ όσα απομεινάρια βρέθηκαν μέχρι σήμερα προκύπτει ότι πλέκουμε ξεραμένα χόρτα για περισσότερα από10.000 χρόνια. Σταματήσαμε να τη χρησιμοποιούμε κατά κόρον και με διάφορους τρόπους μόλις τα τελευταία 60 χρόνια, λόγω της εξάπλωσης της χρήσης των πλαστικών υλών.
Απ τα αλώνια στα σαλόνια
Επειδή η ψάθα υπήρξε πάντα κάτι το τόσο κοινό, φθηνό και "χωριάτικο", δεν γεύτηκε ποτέ τη σταθερή στοργή της Μόδας. Γνώρισε όμως στιγμές κατά τις οποίες η Μόδα ένιωσε γι αυτή σφοδρό πάθος και ως εκ τούτου την έφερε - κυριολεκτικά - από τα αλώνια στα σαλόνια.
Για παράδειγμα, το 18ο αιώνα η Μαρία Αντουανέτα ανάπτυξε ξαφνικά ένα απροσδόκητο και παράδοξο χόμπι, που ήταν να ντύνεται βοσκοπούλα και να επιβάλλει στις κυρίες του περίγυρού της να κάνουν το ίδιο. Με αυτή την αμφίεση ανέβαζαν στο θέατρο του παλατιού αυτοσχέδια βουκολικά δράματα (αλλά και κωμωδίες) που θεωρούσαν ότι έτσι διασκέδαζαν.
Η συνήθεια αυτή εκτίναξε την ψάθα από το βασιλικό θεατρικό σανίδι στη μόδα της εποχής κι έτσι καλαθάκια, ζεμπίλια, τσαντούλες και καπέλα ψάθινα έκαναν μαι αξιομνημόνευτη λαμπερή είσοδο στις Βερσαλίες, που διάρκεσε για καιρό.
Περί τα εκατό χρόνια αργότερα, τα ψάθινα είδη επέστρεψαν ξανά στην παρισινή μόδα χάρη σε μια σπουδαία φούντωση της ελληνολατρείας. Ήταν η εποχή που οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τις Ταναγραίες, τα περίφημα μικρά πήλινα αγαλματίδια, που εντυπωσίασαν τότε ολόκληρο το δυτικό κόσμο με τη χάρη, τη θηλυκότητα και το σκέρτσο τους. Στο Παρίσι άρχισαν να παρομοιάζουν με Ταναγραία κάθε μινιόν και δροσερή κυρία, προκειμένου να την κολακεύσουν. Κι έτσι, επειδή μια Ταναγραία γίνεται αρχετυπική όταν φορά το πλατύγυρο, κωνικό ψάθινο καπελίνο της, οι Παριζιάνες που πίστεψαν ότι ήταν πράγματι Ταναγραίες καταδέχτηκαν τα ψάθινα αξεσουάρ στις κοσμικές εμφανίσεις τους.
Κατόπιν αυτού και προσπερνώντας τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου το περίφημο "ψαθάκι" γνώρισε στιγμές απερίγραπτης αναγνώρισης ως γιούνισεξ καπέλο, ήρθαν τα ανεπανάληπτα 60ς και η μεσουράνηση του στιλ "Μπριζίτ - Μπαρντό - στο Σαν Τροπέ". Τότε η ψάθα γνώρισε την πιο king size αποθέωσή της από τη Μόδα.
Καπέλα διαμέτρου ίσης με ομπρέλες θαλάσσης και τσάντες παραλίας σε μέγεθος μικρής βαλίτσας έγιναν όχι μόνο must, αλλά και σύμβολο μιας εποχής που άρχιζε να αμφισβητεί ευθέως τον καθωσπρεπισμό και το πατροπαράδοτα εσφιγμένο γυναικείο look
Η κατάκτηση του δικαιώματος για μια απλή κι ασύμπλεκτη chic εμφάνιση πάτησε γερά πάνω σε ψάθες, και από εκείνη την εποχή τα ψάθινα αξεσουάρ κέρδισαν ανοιχτή βίζα εισόδου στην καλοκαιρινή ζωή κάθε γυναίκας. Ταυτόχρονα, όμως, η ψάθα έχασε διαπαντός την ελπίδα να συναντήσει το γκλαμ υπό το φως της νύχτας. Καταδικάστηκε να είναι ξανά "αυτονόητη" και "πρωινή"
Η ψάθα της Haute Couture
Τι άλλαξε και η ψάθα βρήκε μια θέση στη βραδινή γκαρνταρόμπα; Οι καλά πληροφορημένοι αναλυτές λένε ότι δεν τα κατάφερε μόνη της, αλλά την προέκυψε ως συνεπακόλουθο μιας ξαφνικής στιλιστικής "λιγούρας" του Καρλ Λάγκερφελντ για ξύλινα σαμπό, τα οποία ως γνωστόν ταλαιπώρησαν πολλά αυτιά (και πόδια) με τα κλάτσα - κλουτσα τους όσο κυριάρχησαν στη μόδα στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Εφαρμόστηκε δηλαδή η "νόρμα" που λέει ότι όταν φοράς κάτι τόσο ρουστίκ στο πόδι, θα πρέπει να κρατάς και κάτι αναλόγως "αγροτουριστικό" στο χέρι.
Εξυπακούεται ότι η τάση που εμπνεύστηκε ο Καρλ "άνθισε" και στις συλλογές άλλων σπουδαίων σχεδιαστών όπως Christian Lacroix ο αλλά και σε κείνες των Paule Ka και Dolce & Gabbana (γιατί έτσι είναι τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται χωρίς προσυνεννόηση).
Ζήτημα εξευγενισμών
Η φρέσκια ματιά την ψάθα δίνει προβάδισμα στα υλικά που εγγυώνται ένα μάξιμουμ εκλέπτυνσης της φυσικής υφής της. Δηλαδή, για ν ανέβει η ψάθα στην πασαρέλα αποποιήθηκε τη φυσική ροπή της προς το χιπισμό. Έτσι,βλέπει κάποιος στις βιτρίνες της στην οδό στο Παρίσι τσάντες που είναι μεν ψάθινες - π.χ. από λυγαριά - αλλά δεν έχουν καμία ασυμμετρία και εντυπωσιάζουν με το πυκνό και φίνο πλέξιμό τους.
Μεγάλη σημασία έχουν επίσης τα λοιπά στοιχεία της σύνθεσης το εσωτερικό φοδράρισμα είναι απαράβατος κανόνας, όπως επίσης τα περίτεχνα - δερμάτινα κυρίως - χερούλια. Το όλον συμπληρώνεται με εξωτερική διακόσμηση που μπορεί να είναι υφασμάτινα λουλούδια, χαριτωμένα κρεμαστά στολίδια με στρας, δαντέλες ή αραιά γεωμετρικά μοτίβα από μέταλλο. Η σοκολατί απόχρωση είναι σίγουρα η αγαπημένη των περισσότερων σχεδιαστών, αλλά δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου το υλικό χρησιμοποιείται στο φυσικό του χρώμα.
Ωστόσο, παρά την τόση επιτήδευση, διακρίνεται ένα ξεκάθαρο "όριο επισημότητας" το οποίο η ψάθα τσάντα δεν θα υπερβεί ούτε φέτος κι ας έχει την τιμητική της. Έτσι το πιο βραδινό ένδυμα που μπορεί να συνοδεύει είναι ένα cocktail dress. Εξαίρεση αποτελούν οι τσάντες - φάκελλοι από ψάθα, οι οποίοι εφόσον είναι λεπτότατοι και υπερστιλιζαρισμένοι μπορούν να δουν από κοντά τα κόκκινα χαλιά. Αντίθετα, στην πρωινή ζώνη της κομψής γκαρνταρόμπας η ψάθα έχει το ελεύθερο να αλωνίζει και να είναι τόσο φυσική κι ανεπιτήδευτη όσο τη γεννά η φύση.
Γεωγραφία της ίνας.
Οι διάφορες ποιότητες ψάθας σχετίζονται κυρίως με την περιοχή στην οποία παράγεται και κατά συνέπεια το είδος της φυτικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται.. Έτσι, στην Ευρώπη και στην Αμερική παράγονται κυρίως ψάθες από δημητριακά (σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, βρώμη), από λυγαριά, από καλαμπόκι και από ρύζι.
Στην Νότια Αμερική χρησιμοποιούν και τα τοπικά τους φυτά, όπως το toquilla, με το οποίο φτιάχνονται εξαιρετικές ψάθες μοναδικής αντοχής κι ελαστικότητας, που όμως καταναλώνονται κυρίως στην κατασκευή καπέλων (των περίφημων Panama hats).
Στην Ασία την πρωτοκαθεδρία έχει το ρύζι και το μπαμπού, ενώ στην Αφρική οι φοίνικες και τα γιούκα.
Οι γνώστες προβλέπουν ότι μέσα στην επόμενη 20ετία η μόνη χώρα που θα παράγει ψάθες για ευρεία κατανάλωση θα είναι η Κίνα. Σήμερα, ωστόσο - που δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην άκρη του κινεζικού μας πεπρωμένου - εξακολουθούν να καταφθάνουν στην Ελλάδα ψάθες κι από άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως για παράδειγμα η Μαδαγασκάρη και το Μαρόκο. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία πρακτική σημασία, με εξαίρεση ίσως το ότι όσες δεν είναι κινέζικες φαντάζουν λίγο πιο χειροποίητες.
Τελευταία ελεγεία.
Η ψάθα είναι από τα πιο ευχάριστα στο άγγιγμα υλικά. Επιπλέον, δεν σε ζεσταίνει, δεν σε ιδρώνει και δεν σε βαραίνει. Η συντήρησή της προκειμένου να δείχνει πάντα "του κουτιού" δεν απαιτεί πολλά. Καθαρίζεται εύκολα, δεν υποφέρει από το νερό και τον ήλιο (υποφέρει όμως από το πολύ νερό και τον πολύ ήλιο) και με λίγη προσοχή διατηρεί άψογη τη φόρμα της. Είναι μια απλή, γλυκιά, πιστή καλοκαιρινή φίλη.
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Από την αυγή του πολιτισμού - αλλά και παλαιότερα - θεωρείτο ευτελής, αναλώσιμη και πολύ εύκολα ανανεώσιμη, μια και ο καθένας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πλέξει τη δική του ψάθα με τις πρώτες ύλες που παρέχει η φύση.
Για το λόγο αυτό επικράτησε - στους βυζαντινούς χρόνους, λένε - η γνωστή έκφραση "πέθανε στη ψάθα", από την οποία προκύπτει ότι ακόμα κι αν κάποιος ήταν τόσο φτωχός που δεν μπορούσε να έχει ούτε ένα στρώμα για να κοιμάται, μπορούσε παρόλα αυτά να έχει τουλάχιστον μια ψάθα.
Οι παλαιοανθρωπολόγοι λένε ότι την ανακαλύψαμε πριν από τα υφάσματα. Δεν υπάρχουν πολλά ευρήματα για να το στηρίξουν επειδή η ψάθα, ως μαλακό υλικό, δεν διατηρείται εύκολα ανά τις χιλιετηρίδες. Όμως, απ όσα απομεινάρια βρέθηκαν μέχρι σήμερα προκύπτει ότι πλέκουμε ξεραμένα χόρτα για περισσότερα από10.000 χρόνια. Σταματήσαμε να τη χρησιμοποιούμε κατά κόρον και με διάφορους τρόπους μόλις τα τελευταία 60 χρόνια, λόγω της εξάπλωσης της χρήσης των πλαστικών υλών.
Απ τα αλώνια στα σαλόνια
Επειδή η ψάθα υπήρξε πάντα κάτι το τόσο κοινό, φθηνό και "χωριάτικο", δεν γεύτηκε ποτέ τη σταθερή στοργή της Μόδας. Γνώρισε όμως στιγμές κατά τις οποίες η Μόδα ένιωσε γι αυτή σφοδρό πάθος και ως εκ τούτου την έφερε - κυριολεκτικά - από τα αλώνια στα σαλόνια.
Για παράδειγμα, το 18ο αιώνα η Μαρία Αντουανέτα ανάπτυξε ξαφνικά ένα απροσδόκητο και παράδοξο χόμπι, που ήταν να ντύνεται βοσκοπούλα και να επιβάλλει στις κυρίες του περίγυρού της να κάνουν το ίδιο. Με αυτή την αμφίεση ανέβαζαν στο θέατρο του παλατιού αυτοσχέδια βουκολικά δράματα (αλλά και κωμωδίες) που θεωρούσαν ότι έτσι διασκέδαζαν.
Η συνήθεια αυτή εκτίναξε την ψάθα από το βασιλικό θεατρικό σανίδι στη μόδα της εποχής κι έτσι καλαθάκια, ζεμπίλια, τσαντούλες και καπέλα ψάθινα έκαναν μαι αξιομνημόνευτη λαμπερή είσοδο στις Βερσαλίες, που διάρκεσε για καιρό.
Περί τα εκατό χρόνια αργότερα, τα ψάθινα είδη επέστρεψαν ξανά στην παρισινή μόδα χάρη σε μια σπουδαία φούντωση της ελληνολατρείας. Ήταν η εποχή που οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τις Ταναγραίες, τα περίφημα μικρά πήλινα αγαλματίδια, που εντυπωσίασαν τότε ολόκληρο το δυτικό κόσμο με τη χάρη, τη θηλυκότητα και το σκέρτσο τους. Στο Παρίσι άρχισαν να παρομοιάζουν με Ταναγραία κάθε μινιόν και δροσερή κυρία, προκειμένου να την κολακεύσουν. Κι έτσι, επειδή μια Ταναγραία γίνεται αρχετυπική όταν φορά το πλατύγυρο, κωνικό ψάθινο καπελίνο της, οι Παριζιάνες που πίστεψαν ότι ήταν πράγματι Ταναγραίες καταδέχτηκαν τα ψάθινα αξεσουάρ στις κοσμικές εμφανίσεις τους.
Κατόπιν αυτού και προσπερνώντας τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου το περίφημο "ψαθάκι" γνώρισε στιγμές απερίγραπτης αναγνώρισης ως γιούνισεξ καπέλο, ήρθαν τα ανεπανάληπτα 60ς και η μεσουράνηση του στιλ "Μπριζίτ - Μπαρντό - στο Σαν Τροπέ". Τότε η ψάθα γνώρισε την πιο king size αποθέωσή της από τη Μόδα.
Καπέλα διαμέτρου ίσης με ομπρέλες θαλάσσης και τσάντες παραλίας σε μέγεθος μικρής βαλίτσας έγιναν όχι μόνο must, αλλά και σύμβολο μιας εποχής που άρχιζε να αμφισβητεί ευθέως τον καθωσπρεπισμό και το πατροπαράδοτα εσφιγμένο γυναικείο look
Η κατάκτηση του δικαιώματος για μια απλή κι ασύμπλεκτη chic εμφάνιση πάτησε γερά πάνω σε ψάθες, και από εκείνη την εποχή τα ψάθινα αξεσουάρ κέρδισαν ανοιχτή βίζα εισόδου στην καλοκαιρινή ζωή κάθε γυναίκας. Ταυτόχρονα, όμως, η ψάθα έχασε διαπαντός την ελπίδα να συναντήσει το γκλαμ υπό το φως της νύχτας. Καταδικάστηκε να είναι ξανά "αυτονόητη" και "πρωινή"
Η ψάθα της Haute Couture
Τι άλλαξε και η ψάθα βρήκε μια θέση στη βραδινή γκαρνταρόμπα; Οι καλά πληροφορημένοι αναλυτές λένε ότι δεν τα κατάφερε μόνη της, αλλά την προέκυψε ως συνεπακόλουθο μιας ξαφνικής στιλιστικής "λιγούρας" του Καρλ Λάγκερφελντ για ξύλινα σαμπό, τα οποία ως γνωστόν ταλαιπώρησαν πολλά αυτιά (και πόδια) με τα κλάτσα - κλουτσα τους όσο κυριάρχησαν στη μόδα στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Εφαρμόστηκε δηλαδή η "νόρμα" που λέει ότι όταν φοράς κάτι τόσο ρουστίκ στο πόδι, θα πρέπει να κρατάς και κάτι αναλόγως "αγροτουριστικό" στο χέρι.
Εξυπακούεται ότι η τάση που εμπνεύστηκε ο Καρλ "άνθισε" και στις συλλογές άλλων σπουδαίων σχεδιαστών όπως Christian Lacroix ο αλλά και σε κείνες των Paule Ka και Dolce & Gabbana (γιατί έτσι είναι τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται χωρίς προσυνεννόηση).
Ζήτημα εξευγενισμών
Η φρέσκια ματιά την ψάθα δίνει προβάδισμα στα υλικά που εγγυώνται ένα μάξιμουμ εκλέπτυνσης της φυσικής υφής της. Δηλαδή, για ν ανέβει η ψάθα στην πασαρέλα αποποιήθηκε τη φυσική ροπή της προς το χιπισμό. Έτσι,βλέπει κάποιος στις βιτρίνες της στην οδό στο Παρίσι τσάντες που είναι μεν ψάθινες - π.χ. από λυγαριά - αλλά δεν έχουν καμία ασυμμετρία και εντυπωσιάζουν με το πυκνό και φίνο πλέξιμό τους.
Μεγάλη σημασία έχουν επίσης τα λοιπά στοιχεία της σύνθεσης το εσωτερικό φοδράρισμα είναι απαράβατος κανόνας, όπως επίσης τα περίτεχνα - δερμάτινα κυρίως - χερούλια. Το όλον συμπληρώνεται με εξωτερική διακόσμηση που μπορεί να είναι υφασμάτινα λουλούδια, χαριτωμένα κρεμαστά στολίδια με στρας, δαντέλες ή αραιά γεωμετρικά μοτίβα από μέταλλο. Η σοκολατί απόχρωση είναι σίγουρα η αγαπημένη των περισσότερων σχεδιαστών, αλλά δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου το υλικό χρησιμοποιείται στο φυσικό του χρώμα.
Ωστόσο, παρά την τόση επιτήδευση, διακρίνεται ένα ξεκάθαρο "όριο επισημότητας" το οποίο η ψάθα τσάντα δεν θα υπερβεί ούτε φέτος κι ας έχει την τιμητική της. Έτσι το πιο βραδινό ένδυμα που μπορεί να συνοδεύει είναι ένα cocktail dress. Εξαίρεση αποτελούν οι τσάντες - φάκελλοι από ψάθα, οι οποίοι εφόσον είναι λεπτότατοι και υπερστιλιζαρισμένοι μπορούν να δουν από κοντά τα κόκκινα χαλιά. Αντίθετα, στην πρωινή ζώνη της κομψής γκαρνταρόμπας η ψάθα έχει το ελεύθερο να αλωνίζει και να είναι τόσο φυσική κι ανεπιτήδευτη όσο τη γεννά η φύση.
Γεωγραφία της ίνας.
Οι διάφορες ποιότητες ψάθας σχετίζονται κυρίως με την περιοχή στην οποία παράγεται και κατά συνέπεια το είδος της φυτικής πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται.. Έτσι, στην Ευρώπη και στην Αμερική παράγονται κυρίως ψάθες από δημητριακά (σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, βρώμη), από λυγαριά, από καλαμπόκι και από ρύζι.
Στην Νότια Αμερική χρησιμοποιούν και τα τοπικά τους φυτά, όπως το toquilla, με το οποίο φτιάχνονται εξαιρετικές ψάθες μοναδικής αντοχής κι ελαστικότητας, που όμως καταναλώνονται κυρίως στην κατασκευή καπέλων (των περίφημων Panama hats).
Στην Ασία την πρωτοκαθεδρία έχει το ρύζι και το μπαμπού, ενώ στην Αφρική οι φοίνικες και τα γιούκα.
Οι γνώστες προβλέπουν ότι μέσα στην επόμενη 20ετία η μόνη χώρα που θα παράγει ψάθες για ευρεία κατανάλωση θα είναι η Κίνα. Σήμερα, ωστόσο - που δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην άκρη του κινεζικού μας πεπρωμένου - εξακολουθούν να καταφθάνουν στην Ελλάδα ψάθες κι από άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως για παράδειγμα η Μαδαγασκάρη και το Μαρόκο. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία πρακτική σημασία, με εξαίρεση ίσως το ότι όσες δεν είναι κινέζικες φαντάζουν λίγο πιο χειροποίητες.
Τελευταία ελεγεία.
Η ψάθα είναι από τα πιο ευχάριστα στο άγγιγμα υλικά. Επιπλέον, δεν σε ζεσταίνει, δεν σε ιδρώνει και δεν σε βαραίνει. Η συντήρησή της προκειμένου να δείχνει πάντα "του κουτιού" δεν απαιτεί πολλά. Καθαρίζεται εύκολα, δεν υποφέρει από το νερό και τον ήλιο (υποφέρει όμως από το πολύ νερό και τον πολύ ήλιο) και με λίγη προσοχή διατηρεί άψογη τη φόρμα της. Είναι μια απλή, γλυκιά, πιστή καλοκαιρινή φίλη.
Γιάννης Κωνσταντινίδης
0 Σχόλια