Ύμνος εις την Αθήνα
Χαρά σ εσέ, χώρα λευκή καὶ χώρα ευτυχισμένη!
Καμία χώρα σ όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη
δεν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σαν το δικό μου μάτι.
Απ άλλες χώρες πέρασα γοργά – γοργά τρεχάτη
και μ είδαν της Ελλάδας μου τ αγαπημένα μέρη
σαν άνεμο και σαν ἀϊτὸ και σύννεφο κι αστέρι.
Όμως σ᾿ ἐσὲ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω
και ρίζωσε ἡ αγάπη μου στα χώματά σου μόνο
Κωστής ΠαλαμάςΤης Αθηνάς ανάγλυφο
Πώς ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πώς γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,
για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;
Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη
καρφωμένη μία πίκρα την Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη …
Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μες στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ὠιμένα! Ελλάδα;
Κωστής ΠαλαμάςΙερά Οδός
Απο τη νέα πληγή που μ᾿ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν᾿ ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση όρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αὐτῆς της ιδίας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
Άγγελος ΣικελιανόςΑθήνα
Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη
η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα.
Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα,
και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει.
Στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει
το ασήμι του βλεφάρου της η εσπέρα.
Βασίλισσα η Ακρόπολη εκεί πέρα
πορφύρα έχει τη δύση φορεμένη.
Φιλί φωτός και σκάει το πρωταστέρι.
Στον Ιλισσό ερωτεύεται τ’ αγέρι
ροδονυφούλες δάφνες που ριγούνε.
Ώρα γλυκιά χαράς και αγάπης, όντας
πουλάκια το ένα τ’ άλλο κυνηγούνε
τ’ Ολύμπιου Δία μια στήλη αεροχτυπώντας..
Κώστας Καρυωτάκης«1925»
Στη Νέα Σμύρνη μια γριά
απ’ τα χωριά της Προύσας
-νοικοκυρές το νου σας-
μαζεύει γέρους και παιδιά
τριγύρω στο ντιβάνι
κι αινίγματα τους βάνει.
Ποιος είναι αυτός που περπατεί στα τέσσερα καβάλα
με ήλιο και ψιχάλα
κρατεί στο χέρι το σπαθί φορεί λουριά στα στήθια
και λέει παραμύθια.
Εκεί στα παραπήγματα
πες το να μην το πω
θα λύσουν τα αινίγματα
και θα γενεί κακό.
Ποιος είναι αυτός με το λειρί και την χρυσή καδένα
που κολυμπάει στη στέρνα.
Ποιος είναι αυτός με το φλουρί τη σμύρνα το λιβάνι
που τρώει και δε φτάνει.
Στη Νέα Σμύρνη μια γριά
ρωτά με τα σωστά της
την αναδεξιμιά της.
Πόσο κρατάνε τα βουνά την άνοιξη το χιόνι
και ποιος νοτιάς το λιώνει.
Κ. Χ. Μύρης«Αθήνα του 1938»
Ένα ταξίδι στην Αθήνα,
όνειρο χαδεμένο
είκοσι χρόνια.
Ω θύμησες παιδιάστικες με το τραγούδι
«Στο Ζάππειο μια μέρα…»
και νοσταλγίες νεανικές- τα γράμματα
τα γράμματα σου άγνωστη, αθηναία κόρη…
Ω Αθήνα, ω πόλη που απάνω σου
των αιώνων τα όνειρα φέγγουν.
εγώ που περίμενα
ν ’αποχτήσω κοντά σου
τα μάτια τα μενεξελιά,
της ψυχής σου τα μάτια τ ’αθάνατα
και το ήθος που ξέρει
φωτεινά και απέριττα
μες στο χρόνο να στήνει
αγάλματα…
Για να γκρεμίσω τα όνειρα
Είκοσι χρόνων
Ήρθα μια μέρα στην Αθηνά.
Πενήντα χιλιάδες ζεύγη ματιά
Με υποδέχτηκαν
Οι πενήντα χιλιάδες χαφιέδες σου
Με υποδέχτηκαν
Τα νεκρωμένα καφενεία σου
Με υποδέχτηκαν
Τα τρομαγμένα πρόσωπα των πολιτών σου
Με υποδέχτηκαν
Οι καημοί, το μαράζι κ’ οι ψίθυροι των φοιτητών σου
Με υποδέχτηκαν,
Κ’ οι αγωνίες των εξορισμένων στα νησιά
Με χαιρέτησαν
Και μου κουνήσανε την κεφαλή,
Σαν αηδόνια βουβά και περίλυπα
Οι ποιητές σου
Και με βλαστήμησε
Η μούρη ενός βατράχου βρομερού κι απαίσιου
Σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλες τις προθήκες.
Στρατής Τσίρκας«Αθήνα 1943»
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ως τις εφτά που θ᾿ ακουστεί «Σιστάς Μοσκβὰ»
και στις οχτώ (βαλ᾿ το σιγά) «Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ᾿ την Κριμαία.
Κατά τετράδας πάν στο δρόμο οι γερμανοὶ
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ᾿ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Νίκος Καββαδίας«Δρόμοι»
Δρόμοι – στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε αστραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ’ αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο.
Έξω απ’ το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ’ το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι- παίανες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι-αγωνία. Δρόμοι-φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;
Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.
Γιάννης Πούλιος«Το σώμα και το αίμα»ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Γιάννης Ρίτσος.«Συμπτώματα»
Αθήνα προπολεμική-μεταπολεμική
Και συ καφενείο-το καρύδι μέσα στο κλουβί
Αθήνα προπολεμική
Αθήνα υπερτονική
Αθήνα κατατονική
με το χρυσό σου δάχτυλο στ’ αυτί
την τελευταία μου διεύθυνση
την ξέχασα στο ωρολογοπωλείο
και θάνατος στο Πρίντεζι
Ω, Βενετία.
Μίλτος Σαχτούρηςwww.24grammata.com
0 Σχόλια