Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Το λούπινο συναγωνίζε​ται τη σόγια

΄Ενας "άγνωστος" καρπός, υποκατάστατο του κρέατος, με υψηλή διατροφική αξία επανεμφανίζεται στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ένας νέος καρπός άγνωστος, ως επί το πλείστον, για τα διατροφικά του πλεονεκτήματα φαίνεται να βρίσκει τελευταία τον δρόμο του προς το πιάτο των πιο ευαισθητοποιημένων, σε ό,τι αφορά την υγιεινή διατροφή Ευρωπαίων, δίνοντας μια ακόμη εναλλακτική λύση σε όσους αναζητούν να εγκαταλείψουν ή να περιορίσουν την κατανάλωση κρέατος.

 Νέος; Όχι ακριβώς, αφού το λούπινο κουβαλά μια ιστορία άνω των 3.000 ετών στην περιοχή της Μεσογείου, συναντάται στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως ως ζωοτροφή, αλλά και στα υψίπεδα των Άνδεων στην Λατινική Αμερική. «Στην Ελλάδα θεωρείτο κυρίως κτηνοτροφικό φυτό και πολύ ευτελές και φτωχικό φαγητό, το οποίο εγκαταλείφθηκε με την πρόοδο. Την τελευταία φορά που είδα κάποιον να προετοιμάζει και να μαγειρεύει λούπινα ήταν στη Ρόδο, μια οικογένεια Καρπάθιων», σημειώνει ο Επαμεινώνδας Ευεργέτης, επιστημονικός συνεργάτης της ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΓΗ, η οποία δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων, στον χώρο της διατροφής και βιώσιμης καλλιέργειας.

Καρπός ίσης αξίας με τη σόγια, το λούπινο, φαίνεται να κερδίζει έδαφος έναντι του δημοφιλούς υποκατάστατου του κρέατος, το οποίο βρίσκεται στο στόχαστρο περιβαλλοντικών οργανώσεων, εξαιτίας των σοβαρών κοινωνικών, οικολογικών και οικονομικών συνεπειών της καλλιέργειας και του εμπορίου της.
Στην Ολλανδία
Ανακαλύπτοντας τα πλεονεκτήματα του λούπινου έναντι της σόγιας, ο Ολλανδός Γιαπν Κόρτεβεγκ, έχει βάλει ως στόχο να ανατρέψει τις διατροφικές συνήθειες των χορτοφάγων συμπατριωτών του, εισάγοντάς το ως βασικό υποκατάστατο του κρέατος. Σε εκτενές άρθρο της στους Νew York Times, η Kate Ross, παρουσιάζει την ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία του κ. Κόρτεβεγκ, ο οποίος, εκτός του ότι καλλιεργεί οργανικό λούπινο στη νότια Ολλανδία, αποφάσισε τον περασμένο Οκτώβριο να ανοίξει με δύο συνεταίρους, τον Μάρι Βεστμάας, γνωστό σεφ, και τον Νίκο Κόφεμαν, ακτιβιστή, υπέρμαχο των δικαιωμάτων των ζώων, ένα «Χορτοφαγικό Κρεοπωλείο», στην καρδιά της Χάγης, όπου εκτός από τα συνήθη προϊόντα σόγιας, διατίθενται αντίστοιχα προϊόντα βασισμένα στο λούπινο.

 Ήδη, σύμφωνα με το δημοσίευμα, πάνω από 45 εστιατόρια και καταστήματα στην Ολλανδία προσφέρουν σε χορτοφάγους και μη τα προϊόντα αυτά, στα οποία περιλαμβάνονται κεφτέδες από λούπινο, ψωμί από αλεύρι λούπινου κ.ά.

Με τη χορτοφαγία να κερδίζει διαρκώς έδαφος σε ένα μεγάλο τμήμα των Ευρωπαίων καταναλωτών, ένας αυξανόμενος αριθμός σουπερμάρκετ και καταστημάτων υγιεινής διατροφής προσφέρει πια μια ευρεία γκάμα υποκαταστάτων του κρέατος. Το ίδιο ισχύει, αν και σε πιο περιορισμένο αριθμό, και στη χώρα μας, πουθενά ωστόσο μέχρι τώρα δεν είχαν εμφανιστεί προϊόντα με βάση το λούπινο, η καλλιέργεια του οποίου αρχίζει σταδιακά να διαδίδεται στην Ευρώπη.

 Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Αγροτικών Προϊόντων του ΟΗΕ, το 2009 παρήχθησαν στην Ευρώπη πάνω από 140.000 τόνοι λούπινου, το οποίο δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις και προσαρμόζεται εύκολα σε ξηρά και φτωχά εδάφη, ενώ προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της, η Ε.Ε. εισήγαγε τον περασμένο χρόνο πάνω από 13,5 εκατομμύρια τόνους σόγιας, σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν. Σύμφωνα με τους New York Times, τo 85% της παγκόσμιας παραγωγής του λούπινου παράγεται στη δυτική Αυστραλία, όπου οι έρευνες για τις ιδιότητες του συγκεκριμένου φυτού έχουν προχωρήσει πολύ, ωστόσο, η ανάπτυξη των προϊόντων λούπινου είναι αυτή τη στιγμή πιο διαδεδομένη στην Ευρώπη.

Τα πλεονεκτήματα του λούπινου έναντι της σόγιας, ήταν ήδη γνωστά από το 2000, όταν η επιστημονική επιθεώρηση New Scientist είχε αφιερώσει εκτενές άρθρο, αναφερόμενο στη μεταλλαγμένη σόγια, η οποία κυκλοφορεί ευρέως στο εμπόριο. Άλλες έρευνες διαπιστώνουν ότι διατροφικά το συγκεκριμένο φυτό είναι ανώτερο, δεδομένου ότι είναι πολύ πιο περιεκτικό σε πρωτεΐνη υψηλής θρεπτικής αξίας, είναι πλούσιο σε αμινοξέα και αντιοξειδωτικά, χαμηλό σε λίπη και δεν περιέχει γλουτένη.

Το λούπινο πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αίγυπτο και εκτός από τη χρήση του ως βρώσιμο ή κτηνοτροφικό φυτό, καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό. Στη μεσαιωνική Ευρώπη θεωρούνταν ως αποπαρασιτικό φυτό που σκότωνε τα παράσιτα του εντέρου και χρησιμοποιούνταν επίσης για τη θεραπεία δερματικών νόσων. Στην αρχαία Ρώμη τα λευκά και στρογγυλά σπέρματα χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο των νομισμάτων στις θεατρικές παραστάσεις της εποχής.

Πρόκειται λοιπόν, για ένα φυτό με πολλές δυνατότητες και άπειρες εφαρμογές, το οποίο εγκαταλείφθηκε στην πορεία και τώρα, επιστρέφει σταδιακά προσφέροντας εναλλακτικές διατροφικές λύσεις σε μια εποχή που τις έχει ιδιαίτερα ανάγκη.
Θάλεια Καρτάλη

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια