Η κηδεία είχε μόλις τελειώσει.
Όλοι είχαν παρευρεθεί σε αυτήν.
Φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, σχεδόν όλοι όσοι τον είχαν γνωρίσει στα 65 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει.
Εξάλλου, δεν είχε εχθρούς.
Όλοι όσοι τον γνώριζαν έλεγαν τα καλύτερα γιʼαυτόν.
Αλλά, αλήθεια, αυτό δεν ήταν το όνειρό του;
Ναι, αυτό έλεγε συχνά-πυκνά σε φιλικές συζητήσεις: “Ο μόνος τρόπος να καταλάβεις αν ήσουν καλός ή κακός άνθρωπος είναι να δεις πόσοι θα έρθουν στην κηδεία σου”.
Είχε δίκιο, άραγε;
Όπως συνηθίζεται στις κηδείες, όλοι έκλαψαν πολύ, λες και τα δάκρυα των άλλων είναι που εξασφαλίζουν το αν θα πας στον Παράδεισο ή όχι.
Εκείνος δεν ήθελε δάκρυα.
Να τον θυμούνται και να χαίρονται ήθελε.
Ή έστω να τον θυμούνται, σκέτο.
Αυτός δεν είναι, τελικά, ο σκοπός όλων μας στη ζωή, να κάνουμε κάτι που να μας ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια ανθρώπων που περνάνε απο τη Γη για μια στιγμή στην αιωνιότητα και μετά εξαφανίζονται στη λήθη;
Εκείνος άφησε στους φίλους του πολλά για να τον θυμούνται.
Οι συνεργάτες του είχαν να θυμούνται πόσο τους βοήθησε όταν είχαν οικονομικά προβλήματα, πόσο πρόθυμα τους δάνεισε χρήματα και πώς δεν τους ζήτησε ποτέ να του τα επιστρέψουν.
Η γυναίκα του και τα παιδιά του δεν θα ξεχνούσαν ποτέ πόσο χρόνο τους αφιέρωσε και καλός σύζυγος και πατέρας υπήρξε, αν και οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν του το επέτρεπαν.
Τους φρόντιζε όλους, δεν άφηνε κανέναν στην τύχη του.
Όταν ήρθε η ώρα της διαθήκης, κανείς δεν είχε όρεξη νʼακούσει.
Παράδοξο, θα πείτε.
Όντως, συνήθως στις κηδείες το πιο ενδιαφέρον μέρος είναι το άνοιγμα της διαθήκης, εκεί που γίνονται οι περισσότεροι καβγάδες, οι μεγαλύτερες ίντριγκες, οι χειρότερες παρεξηγήσεις.
Αλλά κανείς δεν περίμενε τίποτα από εκείνον.
Δεν είχε τίποτα άλλο να τους προσφέρει πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό.
Το σπίτι του; Στο νοίκι.
Το αυτοκίνητο; Το είχε ήδη περάσει στο όνομα του γιου του, δώρο για τα 19α γενέθλιά του.
Εξοχικά και τέτοια δεν είχε, πού να τα βρει;
Κανείς, λοιπόν, δεν περίμενε να ακούσει κάτι ιδιαίτερο – για την ακρίβεια, οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο έκανε διαθήκη, αφού δεν είχε τίποτα να κληροδοτήσει.
Όμως, ο συμβολαιογράφος έλεγε πως είχε ρητή εντολή από τον αποθανόντα να καλέσει στο άνοιγμα της διαθήκης όλους όσους παρευρέθησαν στην κηδεία.
Γιατί, άραγε;
Το γιατί το κατάλαβαν όλοι και με το παραπάνω, όταν ο συμβολαιογράφος άρχισε να διαβάζει τη διαθήκη:
“Αγαπητοί συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες. Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με δείτε στην τελευταία μου επίγεια κατοικία. Ξέρετε πολύ καλά ότι πάντα με ενδιέφερε να είμαι καλός άνθρωπος, και πάντα πίστευα ότι όσο περισσότεροι κλάψουν για μένα, τόσο πιο καλός άνθρωπος πρέπει να ήμουν. Ελπίζω να ήμουν, λοιπόν, ένας καλός άνθρωπος.
Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ γιατί με θεωρείτε όλοι καλό άνθρωπο; Ίσως να είναι το γεγονός ότι ποτέ στη ζωή μου δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι. Ίσως να είναι που σας βοήθησα όσο μπορούσα στα χρόνια που έζησα. Μήπως, όμως, είναι που τόσα χρόνια έκανα τον μαλάκα; Που ποτέ δεν φώναξα σε κανέναν, ό,τι κι αν μου έκανε; Μήπως, τελικά, προσπαθώντας να είμαι καλός με όλους, έζησα για τους άλλους και έχασα μόνος μου το νόημα της ζωής; Και μήπως δεν είναι ακόμα αργά για να επανορθώσω;
Ναι, Χρήστο, το ξέρω ότι έκλεβες χρήματα από το ταμείο του μαγαζιού. Δε σε κατηγόρησα ποτέ γιʼαυτό, κι ας ήξερα πως το έκανες σχεδόν κάθε μέρα. Θα έπρεπε να σε έχω απολύσει από την πρώτη στιγμή, όπως θα έκανε ο καθένας. Παραδέξου το, κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Γιατί δεν το έκανα; Γιατί σε λυπήθηκα.
Ναι, Μαρία, το ξέρω ότι εσύ και ο Στέφανος είχατε παράλληλη σχέση, χρόνια ολόκληρα. Από την αρχή το ήξερα, κι ας προσπαθούσες να το κρύψεις. Ακόμα κι όταν χωρίσατε, εγώ σας παρηγόρησα και τους δύο, τη σύζυγό μου και τον καλύτερό μου φίλο, χωρίς να καταλάβετε ότι τα ήξερα όλα. Θα έπρεπε να σε έχω χωρίσει, κι εσένα, Στέφανε, θα μπορούσα ακόμα και να σε έχω σκοτώσει. Γιατί δεν το έκανα; Γιατί θα γινόμουν “κακός”, θα αναστάτωνα τις ζωές όλων μας. Θα έκανα κακό στα παιδιά μας, σε σας και σε μένα. Αλήθεια, εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;
Άννα, παιδί μου, τα ξέρω όλα για την έκτρωση που έκανες με τα λεφτά που μου ζήτησες τάχα για να βγάλεις τα έξοδά σου στη Θεσσαλονίκη, όταν σπούδαζες. Δε σου είπα ποτέ τίποτα, μόνο σου έδωσα τα λεφτά. Κι ας ήξερα ότι κάτω από τα φαρδιά σου ρούχα, μέσα από τη φουσκωμένη σου κοιλιά, υπήρχε ένα εγγόνι που δεν θα έβλεπα ποτέ. Θα μπορούσα να σε διώξω από το σπίτι, να μη σου ξαναμιλήσω ποτέ. Γιατί δεν το έκανα; Επειδή είσαι παιδί μου, επειδή δεν ήθελα να σε πιέσω να πάρεις μια απόφαση που δεν ήθελες να πάρεις. Εσύ τι θα κάνεις αν αυτό συμβεί αύριο-μαθαύριο στο παιδί σου;
Χάρη, γιε μου, δεν μπορούσες να κρυφτείς από μένα. Τα ήξερα όλα από την πρώτη στιγμή. Ήξερα ότι άρχισες το κάπνισμα από το πρώτο τσιγάρο σου, ήξερα ότι έπαιρνες κρυφά τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την πρώτη φορά, ήξερα όλες τις αλητείες που έκανες με την παρέα σου, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Και δε σου είπα ποτέ τίποτα, όχι επειδή ήμουν κακός πατέρας, αλλά επειδή πίστευα ότι θα έβρισκες το δρόμο σου από μόνος σου, όπως κι εγώ. Αλλά με απογοήτευσες, και ούτε αυτό στο είπα ποτέ. Ίσως τώρα, που δεν είμαι πια κοντά σου, μπορείς να κάνεις κάτι γιʼαυτό.
Στάθη, το ξέρω ότι τα λεφτά που σου έδωσα δανεικά, τάχα για να πληρώσεις το νοίκι, τη ΔΕΗ και το νερό, τα έφαγες στον Ιππόδρομο. Ήξερες ότι δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να σου δίνω συνέχεια, αλλά ήξερες κι ότι ποτέ δεν σου αρνιόμουν. Και το εκμεταλλευόσουν. Ποτέ δε σου ζήτησα πίσω αυτά τα λεφτά. Και να στα ζήταγα, δεν είχες να μου τα επιστρέψεις. Αλήθεια, εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;
Όπως βλέπετε, αγαπητοί μου, όλοι εδώ μέσα έχετε τα μυστικά σας. Εγώ πια έχω φύγει, τα μυστικά μου τα πήρε ο Χάρος μαζί με μένα. Τα δικά σας δεν θα τα πάρετε στον τάφο σας. Έστω και την τελευταία στιγμή, ελπίζω να καταλάβατε πόσο υπέφερα για να τα έχω καλά με όλους σας, πόσο δύσκολο ήταν για μένα να κάνω τα στραβά μάτια σε κάθε σας ατόπημα.
Και τώρα μπορείτε να ρωτήσετε τον εαυτό σας: Τελικά ήμουν καλός άνθρωπος; Ή μήπως είμαι διπρόσωπος, ύπουλος, φίδι κολοβό; Και τελικά είναι τόσο σημαντικό το πόσοι θα μαζευτούν για να σε κλάψουν στην κηδεία σου; Ή είναι πιο σημαντικό να ξέρεις ότι δε σε φωνάζουν όλοι μ@λάκα πίσω από την πλάτη σου, ότι σε αγαπάνε γιʼαυτό που είσαι και όχι γιʼαυτό που μπορείς να τους προσφέρεις;
Σας αφήνω να το σκεφτείτε. Έχετε όλο το χρόνο μπροστά σας. Να με θυμάστε.“
Και αλήθεια, μετά από αυτό πώς θα μπορούσαν να μην τον θυμούνται;…
Όλοι είχαν παρευρεθεί σε αυτήν.
Φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες, σχεδόν όλοι όσοι τον είχαν γνωρίσει στα 65 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει.
Εξάλλου, δεν είχε εχθρούς.
Όλοι όσοι τον γνώριζαν έλεγαν τα καλύτερα γιʼαυτόν.
Αλλά, αλήθεια, αυτό δεν ήταν το όνειρό του;
Ναι, αυτό έλεγε συχνά-πυκνά σε φιλικές συζητήσεις: “Ο μόνος τρόπος να καταλάβεις αν ήσουν καλός ή κακός άνθρωπος είναι να δεις πόσοι θα έρθουν στην κηδεία σου”.
Είχε δίκιο, άραγε;
Όπως συνηθίζεται στις κηδείες, όλοι έκλαψαν πολύ, λες και τα δάκρυα των άλλων είναι που εξασφαλίζουν το αν θα πας στον Παράδεισο ή όχι.
Εκείνος δεν ήθελε δάκρυα.
Να τον θυμούνται και να χαίρονται ήθελε.
Ή έστω να τον θυμούνται, σκέτο.
Αυτός δεν είναι, τελικά, ο σκοπός όλων μας στη ζωή, να κάνουμε κάτι που να μας ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια ανθρώπων που περνάνε απο τη Γη για μια στιγμή στην αιωνιότητα και μετά εξαφανίζονται στη λήθη;
Εκείνος άφησε στους φίλους του πολλά για να τον θυμούνται.
Οι συνεργάτες του είχαν να θυμούνται πόσο τους βοήθησε όταν είχαν οικονομικά προβλήματα, πόσο πρόθυμα τους δάνεισε χρήματα και πώς δεν τους ζήτησε ποτέ να του τα επιστρέψουν.
Η γυναίκα του και τα παιδιά του δεν θα ξεχνούσαν ποτέ πόσο χρόνο τους αφιέρωσε και καλός σύζυγος και πατέρας υπήρξε, αν και οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν του το επέτρεπαν.
Τους φρόντιζε όλους, δεν άφηνε κανέναν στην τύχη του.
Όταν ήρθε η ώρα της διαθήκης, κανείς δεν είχε όρεξη νʼακούσει.
Παράδοξο, θα πείτε.
Όντως, συνήθως στις κηδείες το πιο ενδιαφέρον μέρος είναι το άνοιγμα της διαθήκης, εκεί που γίνονται οι περισσότεροι καβγάδες, οι μεγαλύτερες ίντριγκες, οι χειρότερες παρεξηγήσεις.
Αλλά κανείς δεν περίμενε τίποτα από εκείνον.
Δεν είχε τίποτα άλλο να τους προσφέρει πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό.
Το σπίτι του; Στο νοίκι.
Το αυτοκίνητο; Το είχε ήδη περάσει στο όνομα του γιου του, δώρο για τα 19α γενέθλιά του.
Εξοχικά και τέτοια δεν είχε, πού να τα βρει;
Κανείς, λοιπόν, δεν περίμενε να ακούσει κάτι ιδιαίτερο – για την ακρίβεια, οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν για ποιο λόγο έκανε διαθήκη, αφού δεν είχε τίποτα να κληροδοτήσει.
Όμως, ο συμβολαιογράφος έλεγε πως είχε ρητή εντολή από τον αποθανόντα να καλέσει στο άνοιγμα της διαθήκης όλους όσους παρευρέθησαν στην κηδεία.
Γιατί, άραγε;
Το γιατί το κατάλαβαν όλοι και με το παραπάνω, όταν ο συμβολαιογράφος άρχισε να διαβάζει τη διαθήκη:
“Αγαπητοί συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες. Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με δείτε στην τελευταία μου επίγεια κατοικία. Ξέρετε πολύ καλά ότι πάντα με ενδιέφερε να είμαι καλός άνθρωπος, και πάντα πίστευα ότι όσο περισσότεροι κλάψουν για μένα, τόσο πιο καλός άνθρωπος πρέπει να ήμουν. Ελπίζω να ήμουν, λοιπόν, ένας καλός άνθρωπος.
Αλήθεια, σκεφτήκατε ποτέ γιατί με θεωρείτε όλοι καλό άνθρωπο; Ίσως να είναι το γεγονός ότι ποτέ στη ζωή μου δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι. Ίσως να είναι που σας βοήθησα όσο μπορούσα στα χρόνια που έζησα. Μήπως, όμως, είναι που τόσα χρόνια έκανα τον μαλάκα; Που ποτέ δεν φώναξα σε κανέναν, ό,τι κι αν μου έκανε; Μήπως, τελικά, προσπαθώντας να είμαι καλός με όλους, έζησα για τους άλλους και έχασα μόνος μου το νόημα της ζωής; Και μήπως δεν είναι ακόμα αργά για να επανορθώσω;
Ναι, Χρήστο, το ξέρω ότι έκλεβες χρήματα από το ταμείο του μαγαζιού. Δε σε κατηγόρησα ποτέ γιʼαυτό, κι ας ήξερα πως το έκανες σχεδόν κάθε μέρα. Θα έπρεπε να σε έχω απολύσει από την πρώτη στιγμή, όπως θα έκανε ο καθένας. Παραδέξου το, κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Γιατί δεν το έκανα; Γιατί σε λυπήθηκα.
Ναι, Μαρία, το ξέρω ότι εσύ και ο Στέφανος είχατε παράλληλη σχέση, χρόνια ολόκληρα. Από την αρχή το ήξερα, κι ας προσπαθούσες να το κρύψεις. Ακόμα κι όταν χωρίσατε, εγώ σας παρηγόρησα και τους δύο, τη σύζυγό μου και τον καλύτερό μου φίλο, χωρίς να καταλάβετε ότι τα ήξερα όλα. Θα έπρεπε να σε έχω χωρίσει, κι εσένα, Στέφανε, θα μπορούσα ακόμα και να σε έχω σκοτώσει. Γιατί δεν το έκανα; Γιατί θα γινόμουν “κακός”, θα αναστάτωνα τις ζωές όλων μας. Θα έκανα κακό στα παιδιά μας, σε σας και σε μένα. Αλήθεια, εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;
Άννα, παιδί μου, τα ξέρω όλα για την έκτρωση που έκανες με τα λεφτά που μου ζήτησες τάχα για να βγάλεις τα έξοδά σου στη Θεσσαλονίκη, όταν σπούδαζες. Δε σου είπα ποτέ τίποτα, μόνο σου έδωσα τα λεφτά. Κι ας ήξερα ότι κάτω από τα φαρδιά σου ρούχα, μέσα από τη φουσκωμένη σου κοιλιά, υπήρχε ένα εγγόνι που δεν θα έβλεπα ποτέ. Θα μπορούσα να σε διώξω από το σπίτι, να μη σου ξαναμιλήσω ποτέ. Γιατί δεν το έκανα; Επειδή είσαι παιδί μου, επειδή δεν ήθελα να σε πιέσω να πάρεις μια απόφαση που δεν ήθελες να πάρεις. Εσύ τι θα κάνεις αν αυτό συμβεί αύριο-μαθαύριο στο παιδί σου;
Χάρη, γιε μου, δεν μπορούσες να κρυφτείς από μένα. Τα ήξερα όλα από την πρώτη στιγμή. Ήξερα ότι άρχισες το κάπνισμα από το πρώτο τσιγάρο σου, ήξερα ότι έπαιρνες κρυφά τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την πρώτη φορά, ήξερα όλες τις αλητείες που έκανες με την παρέα σου, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Και δε σου είπα ποτέ τίποτα, όχι επειδή ήμουν κακός πατέρας, αλλά επειδή πίστευα ότι θα έβρισκες το δρόμο σου από μόνος σου, όπως κι εγώ. Αλλά με απογοήτευσες, και ούτε αυτό στο είπα ποτέ. Ίσως τώρα, που δεν είμαι πια κοντά σου, μπορείς να κάνεις κάτι γιʼαυτό.
Στάθη, το ξέρω ότι τα λεφτά που σου έδωσα δανεικά, τάχα για να πληρώσεις το νοίκι, τη ΔΕΗ και το νερό, τα έφαγες στον Ιππόδρομο. Ήξερες ότι δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να σου δίνω συνέχεια, αλλά ήξερες κι ότι ποτέ δεν σου αρνιόμουν. Και το εκμεταλλευόσουν. Ποτέ δε σου ζήτησα πίσω αυτά τα λεφτά. Και να στα ζήταγα, δεν είχες να μου τα επιστρέψεις. Αλήθεια, εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;
Όπως βλέπετε, αγαπητοί μου, όλοι εδώ μέσα έχετε τα μυστικά σας. Εγώ πια έχω φύγει, τα μυστικά μου τα πήρε ο Χάρος μαζί με μένα. Τα δικά σας δεν θα τα πάρετε στον τάφο σας. Έστω και την τελευταία στιγμή, ελπίζω να καταλάβατε πόσο υπέφερα για να τα έχω καλά με όλους σας, πόσο δύσκολο ήταν για μένα να κάνω τα στραβά μάτια σε κάθε σας ατόπημα.
Και τώρα μπορείτε να ρωτήσετε τον εαυτό σας: Τελικά ήμουν καλός άνθρωπος; Ή μήπως είμαι διπρόσωπος, ύπουλος, φίδι κολοβό; Και τελικά είναι τόσο σημαντικό το πόσοι θα μαζευτούν για να σε κλάψουν στην κηδεία σου; Ή είναι πιο σημαντικό να ξέρεις ότι δε σε φωνάζουν όλοι μ@λάκα πίσω από την πλάτη σου, ότι σε αγαπάνε γιʼαυτό που είσαι και όχι γιʼαυτό που μπορείς να τους προσφέρεις;
Σας αφήνω να το σκεφτείτε. Έχετε όλο το χρόνο μπροστά σας. Να με θυμάστε.“
Και αλήθεια, μετά από αυτό πώς θα μπορούσαν να μην τον θυμούνται;…
0 Σχόλια