Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, πάει το Πολυτεχνείο

Εδώ Πολυτεχνείο, εκεί Πολυτεχνείο, πάει το Πολυτεχνείο

Εγώ μνημόσυνο για το Πολυτεχνείο αρνούμαι να κάνω.


Τα αιτήματα εκείνου του αυθόρμητου και ανοργάνωτου ξεσηκωμού που μας κινητοποίησε όλους όσους ήμασταν νέοι και ερωτευμένοι, άσχετα από πολιτικές θέσεις και (μπλιάχ!) κομματικές εξαρτήσεις, δεν έχουν ικανοποιηθεί ακόμα.
Ότι ζητούσαμε εκείνο το βράδυ το ζητάμε ακόμα επιτακτικά και το απαιτούμε και κάποτε θα το κερδίσουμε.
Μέχρι τότε όμως δεν έχουμε τίποτα να γιορτάσουμε, πόσο μάλλον να «δοξάσουμε» με σημαίες και με λάβαρα, πολιτεία και εκκλησία μαζί, πάντα ενωμένη, ποτέ νικημένη.
Μακρυά τους, πολύ μακρυά τους.
Μου είναι πολύ πολύτιμη αυτή η μνήμη για να την μοιραστώ με απατεώνες και με φτηνιάρηδες.

Το Πολυτεχνείο δεν έγινε για να πηγαίνει τώρα ο κάθε Παπούλιας να καταθέτει στεφάνια, ούτε και ο κάθε Καραμανλής, Σαρτζετάκης, Στεφανόπουλος, Σαμαράς, Ντόρα, Παπανδρέου , Αρχιεπίσκοπος, Γερουλάνος, Τσίπρας, Αλέκα , Καρατζαφέρης – ούτε βέβαια κανένας άλλος «πολιτικός» ή «καλλιτέχνης» αντιστασιακός που την έβγαζε στην rive-gauche του Παρισιού στη Χούντα και τώρα θέλει μερίδιο τιμής και μνήμης μιας «επανάστασης» που δεν έγινε ποτέ.

Το Πολυτεχνείο ήτανε υπόθεση νεανική, είχε κάβλες, ήτανε αναστατωμένο σαν τον Μάη του 68, ήθελε να δει τον κόσμο ν΄αλλάζει. Δεν περίμενε ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του να πηγαίνουν τα σχολεία με τους δασκάλους, 36 years after, να του καταθέτουν λουλουδάκια και απαίσια αγοραστά στεφάνια σ΄ένα άθλιο άγαλμα φτιαγμένο από έναν από τούς χειρότερους γλύπτες της σύγχρονης Ελλάδας – ένα πέτρινο μνημείο κακογουστιάς και χοντροπετσιάς γουρουνιού εκτροφείου, ούτε καν του αγριογούρουνου ελευθέρας βοσκής. Του ταλαίπωρου του άλλου γουρουνιού, που γεννιέται και πεθαίνει στο κλουβί για να το κάνουμε εμείς ζαμπόν και μπέικον και ωραία λουκάνικα για σπεντζοφάι.

Μπάτσοι, γουρούνια, πονηροί πολιτευτές, «ευαίσθητοι καλλιτέχνες» και ψωλοευαίσθητοι δήθεν «δημοκράτες», «προοδευτικοί», «αγωνιστές», «συνδικαλιστές», όλο αυτό το σκυλολόι πάει και προσκυνάει κάθε χρόνο και τραβολογάει μαζί του και κάτι τρίχρονα και τετράχρονα ταλαίπωρα που τα βάζουν να πούνε και το ποίημά τους στο MEGA ή το STAR : «Για να είναι η πατρίδα μας μια ελεύθερη χώρα» και λοιπές άλλες πορδές, άχρωμες, άοσμες και βλακώδεις. Θλίψη, μελαγχολία, στεναχώρια, κατάθλιψη. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα είναι να σαν να μου δίνουνε με το στανιό μουρουνόλαδο και να μην μπορώ να πω όχι γιατί την εξουσία την έχει ο μπαμπάς με το κουτάλι που το χώνει στο στόμα μου θέλω δεν θέλω και χέστηκε αν θα ξεράσω. Αν ξεράσω θα μου δώσει κι άλλο γι’ αυτό ας προσέξω να μην ξεράσω.

Γιατί το μουρουνόλαδο κάνει καλό στην «Δημοκρατία» και την «Ελευθερία» και τους «Θεσμούς», σ΄όλο αυτό το βρώμικο πακέτο, το τρισάθλιο, που δεν ξέρεις από που να το πιάσεις μην λερωθείς δια παντός και γίνει η ψυχούλα σου πατσαβούρα στα χέρια του κάθε μαλάκα επαγγελματία πολιτικού που κάνει καριέρα στην πλάτη ενός ενθουσιασμού εφηβικού στον οποίον ούτε να συμμετάσχει ό ίδιος δεν είχε ποτέ του τα κότσια. Δεν λέω για την Μαρία, τον Κώστα, τον Δημήτρη και άλλους 5-6 που ήταν εκεί και φώτιζαν με την αστραφτερή ελπίδα τους ένα μέλλον που, δυστυχώς, δεν εξελίχτηκε όπως ονειρευόντουσαν κι’ αυτοί - κι’ εμείς.

Όμως πέντε-δέκα συγκεκριμένοι άνθρωποι «απ’ αυτούς» ήταν τουλάχιστον εκεί, άσχετα αν αποφάσισαν κάποια στιγμή και είπανε, μες’ στην σκληράδα της ζωής και μες’ στίς δυσκολίες της, να πάνε να το εξαργυρώσουνε και αυτό το γραμμάτιο, να φτιάξουνε τον πισινόκηπο τον περιβόητο με τη Φιλιπινέζα ή την Βουλγάρα.

Για μένα η 17η Νοεμβρίου είναι μάλλον ημέρα πένθους. Αλλά ούτε καν. Γιατί αν πεις «πένθος» θα σε στείλουνε «στους θρηνούντες για τους νεκρούς του πολυτεχνείου». Ελα όμως που δεν υπήρχανε «νεκροί» στο πολυτεχνείο. Ένας μόνος υπάρχει, ένα παιδάκι σαν αυτό που έφαγε την σφαίρα πέρσι του Αγίου Νικολάου απ’ τον μπάτσο τον συφιλιασμένο, ο Διομήδης Κομνηνός. Οι άλλοι «νεκροί» είναι ανώνυμοι. Δεν τους βρήκε κανένας ποτέ.

Αυτό που μετράει ακόμα είναι όλα εκείνα τα όνειρα, που αστράφτανε στα μάτια όλων μας, την ώρα που βομβαρδίζαμε με νεράντζια τους αστυνομικούς σκαρφαλωμένοι στα δέντρα. Προς το παρόν πήγανε όλα στράφι. Τα πήρε ο Καραμανλής ο Α΄κάπως ευγενικά, με το γάντι, μ΄ένα σεβασμό νωπό ακόμα και, δια του Ράλλη, τα παρέδωσε στον Ανδρέα Παπανδρέου – για να χτιστεί το μέγα όραμα : Η «δικομματική Ελλάδα», δυο μεγάλες ΑΕ που να μπορούν να «διοικούν» και να εναλλάσσονται στην εξουσία. Ναι- Το Τρισμέγιστον Καραμανλικό Όραμα που το πέτυχε ο «Εθνάρχης» αβαντάροντας με τον τρόπο του σκανδαλωδώς τον μόνο πολιτικό που είχε τα κότσια να γίνει το «αντίπαλον δέος», τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήλπιζε σε μια «συγκατοίκηση» και την είχε για ένα διάστημα, αλλά μετά ο Ανδρέας, αντάξιος του οράματος του Εθνάρχη του, τον πούλησε για «έναν κάποιον Σαρτζετάκη» (όπως θα'λεγε και η Αλεσσάντρα Ντελ Λάγκο στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης»), έναν δικαστικό ο οποίος είχε πει κάποτε ένα «Οχι» απ΄αυτά που οφείλουμε όλοι οι έντιμοι άνθρωποι να λέμε - και τα λέμε - εκατοντάδες φορές στη ζωή μας. Μόνο που την ιστορία του Σατρζετάκειου «Οχι» την είχε κάνει box-office ταινία ο Κώστας Γαβράς με τίτλο «Ζ» και τον κύριο Χρήστο τον έπαιζε ο Ζάν Λουϊ Τρεντινιάν αυτοπροσώπως με soundtrack του Μίκη Θεοδωράκη επίσης αυτοπροσώπως.

Γυρίσαμε όλοι σπίτια μας μετά από εκείνη την νύχτα, Παρασκευή ήτανε, ξημέρωνε Σάββατο, και συνεχίσαμε ζωντανότατοι τους δρόμους μας και όσοι δεν πάθαμε κάποιο δυστύχημα ή κάποια αρρώστια κακιά, προχωράμε ακόμα. Και το Πολυτεχνείο ΔΕΝ ζεί. Το Πολυτεχνείο έζησε λίγες βδομάδες και μετά το δολοφονήσανε στην ψύχρα οι επαγγελματίες πολιτικοί που το ξεζούμισαν και ακόμα, δεν ντρέπονται, ντίπ τσίπα δεν έχουνε απάνω τους, πάνε και καταθέτουνε «στεφάνια για τούς πεθαμένους» (με λουλούδια από τα νεκροταφεία) που τα πληρώνει το κόμμα και το υπουργείο και ποζάρουνε μπροστά στο γλοιώδες αυτό άγαλμα του απαίσιου γλύπτη. Τι ήθελε να μας πει, αλήθεια, ο ποιητής μ’ αυτή την κομμένη κεφαλή την πέτρινη την κακομούτσουνη την γιγαντιαία, ποτέ μου δεν κατάλαβα.

Υπάρχει κάτι όμως εκεί γύρω, ένα πνεύμα, έν΄αεράκι, μια μελωδία και μια φωνή σαν του Ξυλούρη, καθαρή, που κρατάει τα μπόσικα. Αλλά αυτά άμα τα πιάνεις, τα πιάνεις 365 μέρες το χρόνο και 366 τα δίσεκτα – δεν χρειάζεται να πας 17 Νοεμβρίου να υποβάλλεις τα σέβη σου.

Δεκαεφτά Νοεμβρίου αν θες να τιμήσεις το Πολυτεχνείο και το αληθινό του πνεύμα, θυμήσου πώς ερωτεύονται οι έφηβοι και τι είναι ικανοί να κάνουνε για τούς έρωτές τους.

Βάλε ένα σημερινό, σύγχρονο τραγούδι, δυνατό, με Αγγλικούς στίχους ή Ελληνικούς δεν έχει καμμιά σημασία και κόψε ένα νεράντζι, υπάρχουν ακόμα πολλά σ΄όλες τις νεραντζιές της Αθήνας και ζούπηξέ το να μυρίσει καλά και πέτα το με δύναμη σ΄έναν τοίχο να σκάσει, να ευωδιάσει. Να σου χαμογελάσει ο Κομνηνός και το μέλλον που φέρνει τις ανατροπές που ονειρευτήκαμε – και χέστους τους «εορτασμούς» και τις «πορείες».

Και αν σου κάτσει κάνε έρωτα σήμερα.

Αυτό θα'ναι το πιο φωτεινό σήμα - και θα φτάσει με ασφάλεια εκεί που πρέπει.

Όλα τα άλλα είναι ένα πουλημένο βρώμικο παιχνίδι.
 του Άρη Δαβαράκη.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια