του Andrew Edgecliffe-Johnson
Στην γενέτειρά του, το Traverse City της λίμνης Μίσιγκαν, ο Michael Moore απολαμβάνει το status του πιο σημαντικού δημόσιου προσώπου. Ακόμη και οι τοπικές συντεχνίες με ρεπουμπλικανικό «χρώμα» τον ανακήρυξαν «Επιχειρηματία της χρονιάς», υποκλινόμενοι στο Όσκαρ, στον Χρυσό Φοίνικα και στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ που καθιέρωσε στην πόλη του ο Αμερικανός ντοκιμαντερίστας, δίνοντας έτσι ώθηση στην τοπική οικονομία. Τον βλέπουν όμως με το ίδιο μάτι οι υπόλοιποι Αμερικανοί; Ο Michael Moore κάθεται για… φαγητό με τους Financial Times και μεταξύ τυρού και αχλαδίου μιλά για όλους και για όλα.
Ο Moore για τον Moore
Μετά από κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και γραπτές απόπειρες αριστερού περιεχομένου, όπως το πρόσφατο «Capitalism: A Love Story» (2009), ο Michael Moore επιστρέφει με το νέο του βιβλίο «Here Comes Trouble», στο οποίο αλλάζει μοτίβο και κινείται σε πιο αυτοβιογραφικά μονοπάτια. Αναμνήσεις από την πορεία του πριν «γίνει όνομα» με το “Roger&Me” του 1989, ο αμείλικτος απολογισμός του περί απολύσεων της General Motors και πώς η εταιρία έβλαψε την γενέτειρά του, το πώς τον έδιωξαν από ένα εκπαιδευτήριο επειδή… έκανε ερωτήσεις, το πώς εξευτέλιζε ρατσιστικές ομάδες και πώς εκλέχθηκε κατά την εφηβεία του στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο μόνο και μόνο για να εκδικηθεί έναν σαδιστή καθηγητή του είναι λίγα από τα σπαρταριστά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο νέο του πόνημα.
Οι επιθέσεις ενάντια στο οργανωμένο εμπόριο όπλων με το «Bowling for Columbine» το 2002, ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ με το πασίγνωστο «Fahrenheit 9/11» το 2004 και ενάντια στις φαρμακευτικές εταιρίες με το «Sicko» το 2007 ήταν αρκετές για να τον δαιμονοποιήσει η δεξιά παράταξη αλλά και να τον κάνει ήρωα η αριστερά. Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος, δεν περνάει ούτε μια μέρα χωρίς να του δώσει το χέρι κάποιος Ρεπουμπλικανός στον δρόμο στο Traverse City. «Μάλλον είχαν την ευκαιρία να με γνωρίσουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Είμαστε όλοι Αμερικανοί. Είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι», λέει.
Μήπως αυτός είναι και ο σκοπός του νέου του βιβλίου, να γνωρίσουμε δηλαδή την ανθρώπινη πλευρά της προσωπικότητάς του; Όπως πολλά δείγματα του έργου του, έτσι και αυτό το βιβλίο χαρακτηρίζεται από μία πιο ελεύθερη προσέγγιση σε παραδοσιακούς ορισμούς της «μη-μυθοπλασίας». Το «Roger&Me» μπορεί να σόκαρε τους συμβατικούς δημιουργούς ντοκιμαντέρ με την αποκήρυξη της αντικειμενικότητας, αλλά ο Moore υποστηρίζει ότι ακριβώς αυτό το έκανε «αυθεντικό».
Οι κριτικοί, πάντως, έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν την επιτυχία του για να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητά του. Οι Washington Times για παράδειγμα τον αποκάλεσαν «υποκριτή εκατομμυριούχο με τάσεις προς το jet set», έναν «απατεώνα που μεγάλωσε σε ένα προάστιο της μπουρζουαζίας» και έναν «προδότη, καθοδηγούμενο από το μίσος για την Αμερική».
«Αν έχετε προσέξει, καμία από αυτές τις επιθέσεις δεν έγινε από την εργατική τάξη», απαντά ο Moore. «Προφανώς και ζω πιο καλά πλέον… Όχι το “καλά” του George Clooney. Αλλά, σας λέω αυτό: Όταν προέρχεσαι από την εργατική τάξη, θέλεις να ξεφύγεις από την εργατική τάξη», λέει με νόημα, ενώ κρατάει κρυφή την επόμενη «παρτίδα» στο παιχνίδι του, αφήνοντας να εννοηθεί πως μπορεί να ετοιμάζει μία νέα ταινία. Ή ένα ακόμη βιβλίο. Ή κάποιο διαδικτυακό project. Ή ένα show επί σκηνής. Ή όλα τα παραπάνω μαζί.
Από τον Μπους στον Ομπάμα
Δέκα χρόνια πριν, το πρωί που έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, η εκδοτική εταιρία HarperCollins έστελνε στα βιβλιοπωλεία 50.000 αντίτυπα του «Stupid White Men». Ο εκδότης πίεζε τον Moore να ρίξει τους τόνους σχετικά με την κριτική του στον «αρχικλέφτη» George W Bush. Εκείνος αρνήθηκε κι έτσι το βιβλίο δεν άργησε να γίνει ένα από τα ευπώλητα του 2002.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα αισθήματα του Moore για τον Bush ατόνησαν. «Η προεδρία του Bush ήταν κάθε άλλο παρά ανανεωτική. Θα προσπαθούμε να επανακάμψουμε από αυτή για το υπόλοιπο της ζωής μας», λέει και συνεχίζει σχολιάζοντας τον διάδοχο του Bush, τον Μπάρακ Ομπάμα: «Είχα ξεχειλίσει από συναίσθημα την ημέρα που τον ψήφισα. Πιστεύω ότι έχει καλή καρδιά και καλό σκοπό, αλλά…» Ο Moore κάνει μια μεγάλη παύση, κοιτάζοντας τα σταυρωμένα του χέρια, για να συνεχίσει: «Πίστευα ότι θα έρθει με φόρα, σαν τον Franklin Roosevelt… Τι ευκαιρία να μείνεις στην Ιστορία σαν ένας σπουδαίος Πρόεδρος! – Χαμένη ευκαιρία». Όπως υποστηρίζει, οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν σαν τον «αόρατο Πρόεδρο». Κάπως έτσι, οδηγεί την συζήτηση συνειρμικά στον «Αόρατο Άνδρα» του Ralph Ellison, βιβλίο που μιλά για την φυλετική αδικία.
Ερωτώμενος αν πιστεύει πως ο Ομπάμα θα επανεκλεγεί, απαντά: «Εξαρτάται ποιος θα είναι υποψήφιος απέναντί του. Υπάρχει μία ομάδα Ρεμπουμπλικανών υποψηφίων που είναι αποδεδειγμένα τρελοί. Και θεωρούν πως όλη η χώρα είναι το ίδιο τρελή. Δεν είναι. Νομίζω ότι γύρω στους 50 εκατομμύρια ανθρώπους ίσως είναι τρελοί επίσης, αλλά έχουμε να κάνουμε με μία μεγάλη χώρα. Υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Μπορούμε να υπερκαλύψουμε 50 εκατομμύρια ηλιθίων».
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αν αστειεύεται, αλλά ο Moore έχει ήδη αρκετή εμπειρία στην αντιμετώπιση ηλιθίων. Μετά την απονομή των Βραβείων της Ακαδημίας το 2003, όταν έλαβε το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και το συνόδευσε με την ομιλία του για «έναν φανταστικό Πρόεδρο που μας έβαλε στον πόλεμο για φανταστικούς λόγους», ο Moore βομβαρδίστικε από απειλές. Στο τελευταίο του βιβλίο περιγράφεται μια μεγάλη λίστα επιθέσεων προς το πρόσωπό του, περιλαμβανομένων απειλών με μαχαίρια, μυτερά μολύβια, ακόμη και εκρηκτικά στο σπίτι του.
Οι προβλέψεις του πάντα διορατικού Moore για τις επόμενες προεδρικές υποψηφιότητες περιλαμβάνουν τους εξής τέσσερις ανταγωνιστές: τον Ομπάμα, έναν δημοφιλή Ρεπουμπλικανό, έναν εκπρόσωπος του Tea Party και ένα εξέχοντα αριστερό, που θα προσεγγίσει τους απογοητευμένους με τον Ομπάμα δημοκρατικούς. Όταν ερωτάται αν ο ίδιος θα είναι ένας από αυτούς, το αρνείται αμέσως.
«Οι Ρεπουμπλικανοί εκλέγουν υποψηφίους που είναι αγαπητοί στο αμερικανικό κοινό», υποστηρίζει, αναφέροντας το όνομα του Ronald Reagan, του Arnold Schwarzenegger και του Fred Thompson. «Γιατί δεν κάνουν το ίδιο και οι Δημοκράτες, δίνοντας το χρίσμα στον Τομ Χανκς ή στην Όπρα; Γιατί φοβούνται να κερδίσουν;» αναρωτιέται, σημειώνοντας ότι πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται περισσότερο προς την κατεύθυνση των Matt Damons παρά των Harry Reids.
Όσο για την προσωπική του ζωή και την καθημερινότητά του, ο Moore λέει πως ζει μία πολύ συντηρητική ζωή με την γυναίκα που γνώρισε πριν 30 χρόνια, πηγαίνοντας στην Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή. Το παράπονό του είναι πως οι περισσότεροι εκπρόσωποι της αριστεράς έχουν χάσει το χιούμορ τους και απευθυνόμενος στους συντηρητικούς τους παροτρύνει να δουν τις ταινίες του λέγοντας: «Μπορεί να διαφωνείτε μαζί μου πολιτικά, αλλά θα ξέρετε πλέον ότι αγαπώ την χώρα μου και θα γελάσετε και λίγο γιατί είναι αρκετά αστείες».
Στην γενέτειρά του, το Traverse City της λίμνης Μίσιγκαν, ο Michael Moore απολαμβάνει το status του πιο σημαντικού δημόσιου προσώπου. Ακόμη και οι τοπικές συντεχνίες με ρεπουμπλικανικό «χρώμα» τον ανακήρυξαν «Επιχειρηματία της χρονιάς», υποκλινόμενοι στο Όσκαρ, στον Χρυσό Φοίνικα και στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ που καθιέρωσε στην πόλη του ο Αμερικανός ντοκιμαντερίστας, δίνοντας έτσι ώθηση στην τοπική οικονομία. Τον βλέπουν όμως με το ίδιο μάτι οι υπόλοιποι Αμερικανοί; Ο Michael Moore κάθεται για… φαγητό με τους Financial Times και μεταξύ τυρού και αχλαδίου μιλά για όλους και για όλα.
Ο Moore για τον Moore
Μετά από κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και γραπτές απόπειρες αριστερού περιεχομένου, όπως το πρόσφατο «Capitalism: A Love Story» (2009), ο Michael Moore επιστρέφει με το νέο του βιβλίο «Here Comes Trouble», στο οποίο αλλάζει μοτίβο και κινείται σε πιο αυτοβιογραφικά μονοπάτια. Αναμνήσεις από την πορεία του πριν «γίνει όνομα» με το “Roger&Me” του 1989, ο αμείλικτος απολογισμός του περί απολύσεων της General Motors και πώς η εταιρία έβλαψε την γενέτειρά του, το πώς τον έδιωξαν από ένα εκπαιδευτήριο επειδή… έκανε ερωτήσεις, το πώς εξευτέλιζε ρατσιστικές ομάδες και πώς εκλέχθηκε κατά την εφηβεία του στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο μόνο και μόνο για να εκδικηθεί έναν σαδιστή καθηγητή του είναι λίγα από τα σπαρταριστά περιστατικά που περιλαμβάνονται στο νέο του πόνημα.
Οι επιθέσεις ενάντια στο οργανωμένο εμπόριο όπλων με το «Bowling for Columbine» το 2002, ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ με το πασίγνωστο «Fahrenheit 9/11» το 2004 και ενάντια στις φαρμακευτικές εταιρίες με το «Sicko» το 2007 ήταν αρκετές για να τον δαιμονοποιήσει η δεξιά παράταξη αλλά και να τον κάνει ήρωα η αριστερά. Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος, δεν περνάει ούτε μια μέρα χωρίς να του δώσει το χέρι κάποιος Ρεπουμπλικανός στον δρόμο στο Traverse City. «Μάλλον είχαν την ευκαιρία να με γνωρίσουν σαν έναν απλό άνθρωπο. Είμαστε όλοι Αμερικανοί. Είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι», λέει.
Μήπως αυτός είναι και ο σκοπός του νέου του βιβλίου, να γνωρίσουμε δηλαδή την ανθρώπινη πλευρά της προσωπικότητάς του; Όπως πολλά δείγματα του έργου του, έτσι και αυτό το βιβλίο χαρακτηρίζεται από μία πιο ελεύθερη προσέγγιση σε παραδοσιακούς ορισμούς της «μη-μυθοπλασίας». Το «Roger&Me» μπορεί να σόκαρε τους συμβατικούς δημιουργούς ντοκιμαντέρ με την αποκήρυξη της αντικειμενικότητας, αλλά ο Moore υποστηρίζει ότι ακριβώς αυτό το έκανε «αυθεντικό».
Οι κριτικοί, πάντως, έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν την επιτυχία του για να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητά του. Οι Washington Times για παράδειγμα τον αποκάλεσαν «υποκριτή εκατομμυριούχο με τάσεις προς το jet set», έναν «απατεώνα που μεγάλωσε σε ένα προάστιο της μπουρζουαζίας» και έναν «προδότη, καθοδηγούμενο από το μίσος για την Αμερική».
«Αν έχετε προσέξει, καμία από αυτές τις επιθέσεις δεν έγινε από την εργατική τάξη», απαντά ο Moore. «Προφανώς και ζω πιο καλά πλέον… Όχι το “καλά” του George Clooney. Αλλά, σας λέω αυτό: Όταν προέρχεσαι από την εργατική τάξη, θέλεις να ξεφύγεις από την εργατική τάξη», λέει με νόημα, ενώ κρατάει κρυφή την επόμενη «παρτίδα» στο παιχνίδι του, αφήνοντας να εννοηθεί πως μπορεί να ετοιμάζει μία νέα ταινία. Ή ένα ακόμη βιβλίο. Ή κάποιο διαδικτυακό project. Ή ένα show επί σκηνής. Ή όλα τα παραπάνω μαζί.
Από τον Μπους στον Ομπάμα
Δέκα χρόνια πριν, το πρωί που έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, η εκδοτική εταιρία HarperCollins έστελνε στα βιβλιοπωλεία 50.000 αντίτυπα του «Stupid White Men». Ο εκδότης πίεζε τον Moore να ρίξει τους τόνους σχετικά με την κριτική του στον «αρχικλέφτη» George W Bush. Εκείνος αρνήθηκε κι έτσι το βιβλίο δεν άργησε να γίνει ένα από τα ευπώλητα του 2002.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα αισθήματα του Moore για τον Bush ατόνησαν. «Η προεδρία του Bush ήταν κάθε άλλο παρά ανανεωτική. Θα προσπαθούμε να επανακάμψουμε από αυτή για το υπόλοιπο της ζωής μας», λέει και συνεχίζει σχολιάζοντας τον διάδοχο του Bush, τον Μπάρακ Ομπάμα: «Είχα ξεχειλίσει από συναίσθημα την ημέρα που τον ψήφισα. Πιστεύω ότι έχει καλή καρδιά και καλό σκοπό, αλλά…» Ο Moore κάνει μια μεγάλη παύση, κοιτάζοντας τα σταυρωμένα του χέρια, για να συνεχίσει: «Πίστευα ότι θα έρθει με φόρα, σαν τον Franklin Roosevelt… Τι ευκαιρία να μείνεις στην Ιστορία σαν ένας σπουδαίος Πρόεδρος! – Χαμένη ευκαιρία». Όπως υποστηρίζει, οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν σαν τον «αόρατο Πρόεδρο». Κάπως έτσι, οδηγεί την συζήτηση συνειρμικά στον «Αόρατο Άνδρα» του Ralph Ellison, βιβλίο που μιλά για την φυλετική αδικία.
Ερωτώμενος αν πιστεύει πως ο Ομπάμα θα επανεκλεγεί, απαντά: «Εξαρτάται ποιος θα είναι υποψήφιος απέναντί του. Υπάρχει μία ομάδα Ρεμπουμπλικανών υποψηφίων που είναι αποδεδειγμένα τρελοί. Και θεωρούν πως όλη η χώρα είναι το ίδιο τρελή. Δεν είναι. Νομίζω ότι γύρω στους 50 εκατομμύρια ανθρώπους ίσως είναι τρελοί επίσης, αλλά έχουμε να κάνουμε με μία μεγάλη χώρα. Υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Μπορούμε να υπερκαλύψουμε 50 εκατομμύρια ηλιθίων».
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αν αστειεύεται, αλλά ο Moore έχει ήδη αρκετή εμπειρία στην αντιμετώπιση ηλιθίων. Μετά την απονομή των Βραβείων της Ακαδημίας το 2003, όταν έλαβε το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και το συνόδευσε με την ομιλία του για «έναν φανταστικό Πρόεδρο που μας έβαλε στον πόλεμο για φανταστικούς λόγους», ο Moore βομβαρδίστικε από απειλές. Στο τελευταίο του βιβλίο περιγράφεται μια μεγάλη λίστα επιθέσεων προς το πρόσωπό του, περιλαμβανομένων απειλών με μαχαίρια, μυτερά μολύβια, ακόμη και εκρηκτικά στο σπίτι του.
Οι προβλέψεις του πάντα διορατικού Moore για τις επόμενες προεδρικές υποψηφιότητες περιλαμβάνουν τους εξής τέσσερις ανταγωνιστές: τον Ομπάμα, έναν δημοφιλή Ρεπουμπλικανό, έναν εκπρόσωπος του Tea Party και ένα εξέχοντα αριστερό, που θα προσεγγίσει τους απογοητευμένους με τον Ομπάμα δημοκρατικούς. Όταν ερωτάται αν ο ίδιος θα είναι ένας από αυτούς, το αρνείται αμέσως.
«Οι Ρεπουμπλικανοί εκλέγουν υποψηφίους που είναι αγαπητοί στο αμερικανικό κοινό», υποστηρίζει, αναφέροντας το όνομα του Ronald Reagan, του Arnold Schwarzenegger και του Fred Thompson. «Γιατί δεν κάνουν το ίδιο και οι Δημοκράτες, δίνοντας το χρίσμα στον Τομ Χανκς ή στην Όπρα; Γιατί φοβούνται να κερδίσουν;» αναρωτιέται, σημειώνοντας ότι πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται περισσότερο προς την κατεύθυνση των Matt Damons παρά των Harry Reids.
Όσο για την προσωπική του ζωή και την καθημερινότητά του, ο Moore λέει πως ζει μία πολύ συντηρητική ζωή με την γυναίκα που γνώρισε πριν 30 χρόνια, πηγαίνοντας στην Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή. Το παράπονό του είναι πως οι περισσότεροι εκπρόσωποι της αριστεράς έχουν χάσει το χιούμορ τους και απευθυνόμενος στους συντηρητικούς τους παροτρύνει να δουν τις ταινίες του λέγοντας: «Μπορεί να διαφωνείτε μαζί μου πολιτικά, αλλά θα ξέρετε πλέον ότι αγαπώ την χώρα μου και θα γελάσετε και λίγο γιατί είναι αρκετά αστείες».
0 Σχόλια