Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ελληνικές παροιμίες

  • Πάθει μάθος.
    • Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
  • Παιδιά, σκατά και σύννεφα δεν πιάνονται. (Χιώτικη)
  • Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
  • Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
  • Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
  • Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
  • Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
  • Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
  • Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
  • Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
  • Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
  • Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
  • Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
    • Ο παπάς απ' την πόλη, η παπαδιά μολογάει.
  • Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
  • Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)
  • Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
  • Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
  • Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.
  • Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
  • Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
    • Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
  • Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ' την πίτα. (Αρκαδία)
  • Πάταξον μεν άκουσον δε.
    • Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
  • Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
  • Πεθερά δεν είχα και πεθερά απόκτησα.
  • Πενία τέχνας κατεργάζεται.
  • Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
  • Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
  • Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
    • Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
  • Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
  • Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
  • Περσινά ξινά σταφύλια.
  • Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
    • Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
  • Πέσε σύκο να σε φάω.
    • Πέσε πίτα να σε φάω.
  • Πετάγεται σαν την πορδή.
  • Πέτρα που βλέπεις νά'ρχεται, λιγότερο πονάει.
  • Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
    • Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
    • Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
  • Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
  • Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
  • Πιες μόνο νερό, να ’χεις κεφάλι καθαρό.
  • Πίστευε και μη ερεύνα.
  • Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
  • Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
    • Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
  • Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
  • Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
  • Πλένε τα ρόδα στο γιαλό, πλένε κι οι καβαλίνες.
  • Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
  • Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
  • Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
  • Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.
  • Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει. (Αρκαδία)
  • Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
  • Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
  • Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.
  • Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
    • Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.
  • Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
  • Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
  • Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
  • Πράσιν' άλογα [ή/και] Πράσσειν άλογα.
  • Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
  • Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
  • Πυρ, γυνή και θάλασσα.
  • Πόρδου άκουσμα, σκατού μαντάτο
  • Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
  • Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
  • Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
  • Που σου νεύκω που πάεις.
  • Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
    • Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
  • Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
  • Πουτάνας τύχη δε χάνεται.
  • Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)
    • Πούτσες μπλε με γκρι κορδέλες.
  • Πούστηδες και παλλικάρια, γίναμε μαλλιά κουβάρια
  • Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
  • Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
  • Πώς παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
    • Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια