Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►
Αρχική σελίδα ΕΛΛΑΔΑ Ελληνικές παροιμίες
Ελληνικές παροιμίες
Τετάρτη 29 Μαρ 2023
Τ’ Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας. (Αρκαδία)
Τ' αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
[ή]: Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτες
Τ' αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.
Τ' άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει.
Τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
Τα γενόμενα ουκ απογίγνονται.
Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.
Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί.
Τα δάνεια μετατρέπουν τους ελεύθερους ανθρώπους σε δούλους.
Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς.
Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Τα ζώα μου αργά.
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.
Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.
Τα λέω της πεθεράς, για να τ' ακούει η νύφη.
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φάτο.
Τα μαλώματα οι γύφτοι τα 'χουν για πανηγύρια.
Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Τα παθήματα μαθήματα.
Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.
Τα πάχη μου τα κάλλη μου.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Τα στραβά μας παραθύρια τα χρυσά φλουριά τα 'σιάζουν.
Τα φαινόμενα απατούν.
Τάζω της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι.
Τείνω ευήκοον ους.
Ακούω με ευνοϊκή διάθεση.
Τέρμα τα δίφραγκα.
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Τέτοιος μάστορας, τέτοια τσιράκια.
Τη βάψαμε
αρχαία: ἡ ναῦς ἔβαψεν (Ευριπίδου "Ορέστης", στ. 705-707)
αντίστοιχη μετάφραση: την κάτσαμε τη βάρκα
Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.
Της γυναίκας ο καημός: λούσα, πούτσα και χορός.
Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο νά 'ναι κόρη.
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Της κοντής ψωλής οι μουνότριχες της φτένε.
Της κακιάς ψωλής, της φταίνε οι τρίχες.
Της στραβής ψωλής, το μαλλί της φταίει.
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
Τί δύσκολον; Τὸ ἐαυτὸν γνῶναι. (Θαλής)
Τί εὔκολον; Τὸ ἄλλῳ ὑποτίθεσθαι. (Θαλής)
Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία)
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη. (Θαλής)
Τί τάχιστον; Νούς. Διὰ παντὸς γὰρ τρέχει. (Θαλής)
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!
Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια...
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.
Τι μπρόκολα τι λάχανα.
Τι 'ναι ο κάβουρας τι 'ν' το ζουμί του.
Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις 'νωματάρχης.
Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι.
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.
Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το άδικον ουκ ευλογείται.
Το αίμα νερό δε γίνεται.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.
Τὸ γὰρ ἡδύ, ἐὰν πολύ, οὐ τι γὲ ἡδύ.
Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γοργό και χάριν έχει.
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι' αυτός γύρευε ρείκια.
Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.
Τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ.
Το ένα γαιδούρι θέλει ενάμισι.
Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα. (Αρκαδία)
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει. (Αρκαδία)
Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
Το μασταπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;
Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Το μήλο κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
Το μοναστήρι να 'ν' καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις).
Το μουνί και το χταπόδι, με το χτύπημα απλώνει
Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
Το μουνί σέρνει καράβι.
Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.
Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.
Το πάθημα να σου γίνει μάθημα.
Το πάθος (γίνεται) μάθος.
Το σκυλί, όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. (Αρκαδία)
Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
Τον καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.
Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κανη φωλιά.
Τον σκύλο αν τον στείλεις με το ζόρι στα πρόβατα στο λύκο θα τα τα ταϊσει.
Τον σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.
Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
Τον Τούρκο φίλεψέ τον, τον κώλο σου φύλαξέ τον.
Τον τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)
Τον φτωχό και τον χωριάτη, ξένη έγνοια τους γερνάει.
Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)
Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)
Το μη χείρον βέλτιστον.
Το μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.
Το ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
Το ξένο είναι πιο γλυκό.
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.
Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το 'καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
Τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον.
Το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Το πολύ το κυρ' ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.
Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
Το σίδερο στη βράση κολλάει.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
Το φτηνό είν' κι ακριβό.
Το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι.
Το φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
Το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι.
Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.
Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.
Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
Πετανε πετρες στα δενδρα που εχουν καρπους
Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς.
Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.
Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα.
Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.
Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
Του κώλου τα εννιάμερα.
Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
Του τρυγητή, του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ' σκούτε. (Ποντιακή)
Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.
Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο.
Τρελός παπάς τον βάφτισε.
Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.
Τροχός τ' ανθρώπινα.
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Τσάμπα ξύδι, γλυκό σα μέλι.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ' έξι.
Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε στο γνωρίζω.
Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!
0 Σχόλια