Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ὁ κρό­κος τοῦ 25

Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἦ­ταν γε­μά­τος ἄ­δεια φο­ρεῖ­α καὶ σι­ω­πή. Στὸν γυ­ναι­κεῖ­ο θά­λα­μο 25 ἕ­νας κρό­κος ἔ­φεγ­γε προ­βάλ­λον­τας ἀ­π’ τὸν βολ­βό του. Ἀ­πέ­ναν­τι, σ’ ἕ­να στε­νό­χω­ρο δί­κλι­νο, δυ­ὸ ἄν­δρες κου­βέν­τια­ζαν χα­μη­λό­φω­να.
Φορ­τω­μέ­νος τρα­γι­κὲς ἢ πλη­γω­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες, ἔ­χον­τας δώ­σει πλή­ρως τὴν
προ­σο­χή του σὲ ἑ­κα­τον­τά­δες ἀν­θρώ­πων γιὰ πά­νω ἀ­πὸ πε­νήν­τα χρό­νια, ὁ βα­ριὰ ἀ­σθε­νὴς γε­ρο-μο­να­χὸς ἔ­λε­γε τώ­ρα πώς, πα­ρ’ ὅ­σα εἶ­χε ἀ­κού­σει καὶ δεῖ, πο­τὲ δὲν εἶ­χε πά­ψει νὰ πι­στεύ­ει στὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ στὴν συ­νε­χῆ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τοῦ κό­σμου ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.
Ὁ φί­λος του για­τρός, κα­θι­σμέ­νος στὸ δι­πλα­νὸ ἄ­δει­ο κρε­βά­τι ἔ­δει­χνε ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος, ὡ­στό­σο ἄ­κου­γε προ­σε­κτι­κά:
«Μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ κά­νου­με λά­θη καὶ νὰ βι­ώ­νου­με πά­θη.»
Ἕ­νας νέ­ος βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸν 25, δι­έ­σχι­σε τὸν δι­ά­δρο­μο, τοὺς δι­έ­κο­ψε τεί­νον­τας στὸν μο­να­χὸ ἕ­να μπλόκ. «Εὐ­χα­ρι­στῶ εὐ­λο­γη­μέ­νε» εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος στὸν ἄν­δρα ποὺ ἀ­μέ­σως ξα­να­βγῆ­κε. Τὸ ἔ­φε­ρε κον­τὰ στὰ μά­τια του γιὰ λί­γο καὶ τὸ ἔ­δω­σε στὸν για­τρό. «Δι­άβα­σε ἐ­σὺ κα­λύ­τε­ρα» εἶ­πε. «Κι οἱ δύο δε­σμευ­ό­μα­στε ἐξ ἴ­σου ἀ­πὸ τὸ ἀ­πόρ­ρη­το»:
15 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἀ­νυ­πό­φο­ρος πό­νος. Μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας τὸ σῶ­μα ἀν­τέ­χει ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­κός του. Πρέ­πει νὰ διατη­ρή­σει τὴν σιω­πή του. Ὄ­χι ἀ­πὸ ὑ­πε­ρη­φά­νεια οὔ­τε ἐξ αἰ­τί­ας τῆς μο­να­δι­κό­τη­τάς του.
16 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἕ­νας σπα­ραγ­μὸς ποὺ ξε­περ­νᾶ κά­θε εἴ­δους σύ­νορο, μὲ ἑ­νώ­νει μὲ κά­θε ἐ­ξα­θλι­ω­μέ­νο, κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νο, πλά­σμα μαγ­κω­μέ­νο στὶς δαγ­κά­νες τοῦ πό­νου εἴ­τε προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἀρ­ρώστεια, εἴ­τε ἀ­πὸ πεί­να, ἀ­πὸ κα­κο­ποί­η­ση ἢ ἀ­γρι­ό­τη­τα κι ἀ­ναλ­γη­σί­α εἴ­τε ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἄλ­λο ἀ­πό­λυ­το πα­ρα­λο­γι­σμό. Ἀλ­λὰ κa­ὶ μὲ τοὺς εὐ­τυ­χεῖς μὲ ἑ­νώ­νει για­τί δὲν ὑ­πάρ­χει εὐ­τυ­χί­α ἀ­δάγ­κω­τη ἀ­πὸ ἕ­ναν συγ­κλο­νι­στι­κὸ πό­νο – ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα.
17 Δε­κεμ­βρί­ου. Ξε­μύ­τι­σαν φυλ­λα­ρά­κια!
18 Δε­κεμ­βρί­ου. Ξε­περ­νᾶς κά­θε ἔν­νοι­α, νό­η­μα καὶ μορ­φὴ ποὺ θὰ δο­κί­μα­ζαν νὰ πε­ρι­γρά­ψουν πῶς ἀ­κοῦς καὶ πῶς συλ­λέ­γεις τὶς οἰ­μω­γὲς ἐ­πι­στρέ­φον­τάς τις… Ἐ­νερ­γὸς εἰ­ρή­νη, ἐ­κεῖ ἐ­ξαρ­χῆς.
20 Δεκεμβρίου. Ξε­μύ­τι­σαν κι ἄλ­λα χα­ρι­τω­μέ­να… Τοῦ ζή­τη­σα μιὰν ἁ­γι­ο­γραφί­α. «Ἀ­κο­λου­θή­σω­μεν λοι­πὸν ἔν­θα ὁ­δεύ­ει…»
21 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἀλ­λὰ σὲ τί ἀ­πό­κρη­μνα κο­φτε­ρὰ πράγ­μα­τα πρέπει νὰ περ­πα­τή­σουν οἱ ἀ­μά­θη­τες πα­τοῦ­σες χα­ρα­κω­μέ­νες ἀ­πὸ τὸ κα­φτὸ κι ἀ­πὸ τὸ πα­γω­μέ­νο αἷ­μα ξα­νὰ καὶ ξα­νά.
22 Δε­κεμ­βρί­ου. Ὅ­ταν στραγ­γί­ζουν οἱ στέρ­νες ἀ­π’ ὅ­λο τὸν ὑ­δά­τινο ὁ­ρί­ζον­τά τους, τό­τε τὸ κά­θε τὶ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­ταν κι ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πο­σύ­ρε­ται, μέ­νει ὁ ἱ­κέ­της μό­νος μέ­σα στὴν πί­στη του ποὺ τρέ­μει σω­ρι­α­σμέ­νη. Τὴν φρον­τί­ζει μὲ ὅ­σα δά­κρυ­α ἔ­χει, τὴν κοι­τά­ζει ἀ­νήμ­πο­ρος κα­θὼς ψυ­χο­μα­χᾶ, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­πει. Κά­τι ἄ­γριο θε­ρι­εύ­ει στὸ βά­θος τοῦ βλέμ­μα­τός του.
Ἡ τριμ­μέ­νη μου σάρ­κα δὲν ἔ­χει κα­μιὰν ἀ­ξί­α οὔ­τε τὰ συν­τριμ­μέ­να μου ὀ­στά. Δὲν μὲ ἔ­χεις σὲ τί­πο­τα ἀ­νάγ­κη ἀλ­λὰ μὲ ἀ­γα­πᾶς ὅ­πως ἐ­γὼ ἀ­γα­πῶ τὴν ἀ­νήμ­πο­ρη πί­στη μου.
Ὁ κρό­κος ἄν­θι­σε!
23 Δε­κεμ­βρί­ου. Τὸ βρέ­φος στὴν ἀγ­κα­λιὰ ποὺ τὸ πε­ρι­πτύσ­σε­ται φα­νε­ρώ­νει τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη ποὺ τὸ γα­λου­χεῖ. Στὴν ἀ­κμὴ τῆς ζω­ῆς του φθά­νει καὶ στὴν ἀ­κμὴ τοῦ πό­νου του, ὅ­ταν τὰ ἄ­κρα του τα­νύ­ζον­ται στὰ τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα ἐ­νῶ συ­σπῶν­ται στὸ ἔ­σχα­το ση­μεῖ­ο συ­σπεί­ρω­σης. Δι­α­δο­χι­κὲς τα­νύ­σεις καὶ συ­σπει­ρώσεις δὲν μα­ται­ώ­νουν ἕ­ναν κύ­κλο σο­φί­ας, τρυ­φε­ρό­τη­τας καὶ ἀ­γαλ­λί­α­σης. Μιὰ εἰ­κό­να παν­τε­λῶς ἀ­ό­ρα­τη: φω­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ ὠ­κε­α­νοὺς στά­χτης.
• Τί νό­η­μα ἔ­χει; μουρ­μού­ρι­σε ἀ­πο­καρ­δι­ω­μέ­να ὁ για­τρός.
— Ἐν­νο­εῖς πὼς δὲν σώ­ζε­ται γρά­φον­τας;
Κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι. Μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν ἀ­συ­νή­θιστο γιὰ ἀ­σθε­νῆ σὲ μὴ ἀ­να­στρέ­ψι­μη πο­ρεί­α νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται ἔ­τσι ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος προ­τι­μοῦ­σε νὰ μὴν ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Γιὰ μιὰν ἀ­κό­μη Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων σὲ ἐ­φη­με­ρί­α. Τὸ ὁ­μο­λό­γη­σε καὶ πρό­σθε­σε:
— Ἐ­σεῖς δὲν θὰ προ­τι­μού­σα­τε νὰ εἶ­στε στὸ κελ­λί σας;
• Καὶ ποῦ ἀλ­λοῦ εἶ­μαι;
— Ἔ­χε­τε θάρ­ρος γιὰ χι­οῦ­μορ!
• Κα­θό­λου! Ὁ πον­τι­κὸς στὴν τρύ­πα του εἶ­ναι ἄρ­χος, ἀλ­λὰ παν­τοῦ ὁ μο­να­χὸς ἕ­να ὀ­φεί­λει νὰ πα­ρα­κα­λεῖ: νὰ προ­φτά­σει νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν με­τά­νοι­ά του. Δὲν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα σὲ μο­να­χοὺς καὶ λα­ϊ­κούς. Ἴ­σως αὐ­τὴ ἡ ἀ­δελ­φή μας βρῆ­κε τὸ μο­νο­πά­τι τῆς δι­κῆς της πο­ρεί­ας.
• Λέ­τε;
• Πα­ρα­πο­νι­ό­μα­στε πο­λὺ γιὰ τὶς λέ­ξεις. Ξε­χνᾶ­με πὼς κά­θε στιγ­μὴ μᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν.
Ὁ για­τρὸς ἐ­πέ­μει­νε:
• Δὲν ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά;
• Κα­μί­α. Ὅ­λοι ἀ­να­λαμ­βά­νουν νὰ ἀ­σκοῦν­ται κα­τὰ ποι­κίλους τρό­πους, ἐ­ὰν ἐ­πι­θυ­μοῦν νὰ ἀ­πο­κτή­σουν νοῦν καὶ σπλάχνα Χρι­στοῦ.
Ξα­νά­σκυ­ψε στὸ μπλόκ:
24 Δε­κεμ­βρί­ου. Ἔ­λα μι­κρὲ πῶ­λε νὰ μᾶς πά­ρεις πά­λι ἕ­ναν ἕ­ναν στὴ ρά­χη σου. Τοὺς αἰχ­μά­λω­τους, τοὺς πρό­σφυ­γες, τοὺς ἑ­τοι­μοθά­να­τους. «Ἐ­κεῖ ἐ­φά­νη ρί­ζα ἀ­πό­τι­στος βλα­στά­νου­σα ἄ­φε­σιν. Ἐ­κεῖ εὑ­ρέ­θη φρέ­αρ ἀ­νώ­ρυ­κτον…» Ἔ­λα καὶ γιὰ μέ­να πιά.

Νατάσα Κεσμέτη

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια