Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἦταν γεμάτος ἄδεια φορεῖα καὶ σιωπή. Στὸν γυναικεῖο θάλαμο 25 ἕνας κρόκος ἔφεγγε προβάλλοντας ἀπ’ τὸν βολβό του. Ἀπέναντι, σ’ ἕνα στενόχωρο δίκλινο, δυὸ ἄνδρες κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα.
Φορτωμένος τραγικὲς ἢ πληγωμένες ἱστορίες, ἔχοντας δώσει πλήρως τὴν
προσοχή του σὲ ἑκατοντάδες ἀνθρώπων γιὰ πάνω ἀπὸ πενήντα χρόνια, ὁ βαριὰ ἀσθενὴς γερο-μοναχὸς ἔλεγε τώρα πώς, παρ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει καὶ δεῖ, ποτὲ δὲν εἶχε πάψει νὰ πιστεύει στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν συνεχῆ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ φίλος του γιατρός, καθισμένος στὸ διπλανὸ ἄδειο κρεβάτι ἔδειχνε ἐσωτερικὰ ἀποκαμωμένος, ὡστόσο ἄκουγε προσεκτικά:
«Μᾶς ἔδωσε τὴν ἐλευθερία νὰ κάνουμε λάθη καὶ νὰ βιώνουμε πάθη.»
Ἕνας νέος βγῆκε ἀπὸ τὸν 25, διέσχισε τὸν διάδρομο, τοὺς διέκοψε τείνοντας στὸν μοναχὸ ἕνα μπλόκ. «Εὐχαριστῶ εὐλογημένε» εἶπε ἐκεῖνος στὸν ἄνδρα ποὺ ἀμέσως ξαναβγῆκε. Τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του γιὰ λίγο καὶ τὸ ἔδωσε στὸν γιατρό. «Διάβασε ἐσὺ καλύτερα» εἶπε. «Κι οἱ δύο δεσμευόμαστε ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸ ἀπόρρητο»:
15 Δεκεμβρίου. Ἀνυπόφορος πόνος. Μόλις καὶ μετὰ βίας τὸ σῶμα ἀντέχει ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δικός του. Πρέπει νὰ διατηρήσει τὴν σιωπή του. Ὄχι ἀπὸ ὑπερηφάνεια οὔτε ἐξ αἰτίας τῆς μοναδικότητάς του.
16 Δεκεμβρίου. Ἕνας σπαραγμὸς ποὺ ξεπερνᾶ κάθε εἴδους σύνορο, μὲ ἑνώνει μὲ κάθε ἐξαθλιωμένο, καταρρακωμένο, πλάσμα μαγκωμένο στὶς δαγκάνες τοῦ πόνου εἴτε προέρχεται ἀπὸ ἀρρώστεια, εἴτε ἀπὸ πείνα, ἀπὸ κακοποίηση ἢ ἀγριότητα κι ἀναλγησία εἴτε ἀπὸ κάποιο ἄλλο ἀπόλυτο παραλογισμό. Ἀλλὰ κaὶ μὲ τοὺς εὐτυχεῖς μὲ ἑνώνει γιατί δὲν ὑπάρχει εὐτυχία ἀδάγκωτη ἀπὸ ἕναν συγκλονιστικὸ πόνο – ἀργὰ ἢ γρήγορα.
17 Δεκεμβρίου. Ξεμύτισαν φυλλαράκια!
18 Δεκεμβρίου. Ξεπερνᾶς κάθε ἔννοια, νόημα καὶ μορφὴ ποὺ θὰ δοκίμαζαν νὰ περιγράψουν πῶς ἀκοῦς καὶ πῶς συλλέγεις τὶς οἰμωγὲς ἐπιστρέφοντάς τις… Ἐνεργὸς εἰρήνη, ἐκεῖ ἐξαρχῆς.
20 Δεκεμβρίου. Ξεμύτισαν κι ἄλλα χαριτωμένα… Τοῦ ζήτησα μιὰν ἁγιογραφία. «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει…»
21 Δεκεμβρίου. Ἀλλὰ σὲ τί ἀπόκρημνα κοφτερὰ πράγματα πρέπει νὰ περπατήσουν οἱ ἀμάθητες πατοῦσες χαρακωμένες ἀπὸ τὸ καφτὸ κι ἀπὸ τὸ παγωμένο αἷμα ξανὰ καὶ ξανά.
22 Δεκεμβρίου. Ὅταν στραγγίζουν οἱ στέρνες ἀπ’ ὅλο τὸν ὑδάτινο ὁρίζοντά τους, τότε τὸ κάθε τὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κι ὅταν κι ὁ οὐρανὸς ἀποσύρεται, μένει ὁ ἱκέτης μόνος μέσα στὴν πίστη του ποὺ τρέμει σωριασμένη. Τὴν φροντίζει μὲ ὅσα δάκρυα ἔχει, τὴν κοιτάζει ἀνήμπορος καθὼς ψυχομαχᾶ, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐγκαταλείπει. Κάτι ἄγριο θεριεύει στὸ βάθος τοῦ βλέμματός του.
Ἡ τριμμένη μου σάρκα δὲν ἔχει καμιὰν ἀξία οὔτε τὰ συντριμμένα μου ὀστά. Δὲν μὲ ἔχεις σὲ τίποτα ἀνάγκη ἀλλὰ μὲ ἀγαπᾶς ὅπως ἐγὼ ἀγαπῶ τὴν ἀνήμπορη πίστη μου.
Ὁ κρόκος ἄνθισε!
23 Δεκεμβρίου. Τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ ποὺ τὸ περιπτύσσεται φανερώνει τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τὸ γαλουχεῖ. Στὴν ἀκμὴ τῆς ζωῆς του φθάνει καὶ στὴν ἀκμὴ τοῦ πόνου του, ὅταν τὰ ἄκρα του τανύζονται στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἐνῶ συσπῶνται στὸ ἔσχατο σημεῖο συσπείρωσης. Διαδοχικὲς τανύσεις καὶ συσπειρώσεις δὲν ματαιώνουν ἕναν κύκλο σοφίας, τρυφερότητας καὶ ἀγαλλίασης. Μιὰ εἰκόνα παντελῶς ἀόρατη: φωτιὰ πίσω ἀπὸ ὠκεανοὺς στάχτης.
• Τί νόημα ἔχει; μουρμούρισε ἀποκαρδιωμένα ὁ γιατρός.
— Ἐννοεῖς πὼς δὲν σώζεται γράφοντας;
Κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἀσυνήθιστο γιὰ ἀσθενῆ σὲ μὴ ἀναστρέψιμη πορεία νὰ ἐκφράζεται ἔτσι ἀλλὰ ὁ ἴδιος προτιμοῦσε νὰ μὴν ἦταν ἐκεῖ. Γιὰ μιὰν ἀκόμη Παραμονὴ Χριστουγέννων σὲ ἐφημερία. Τὸ ὁμολόγησε καὶ πρόσθεσε:
— Ἐσεῖς δὲν θὰ προτιμούσατε νὰ εἶστε στὸ κελλί σας;
• Καὶ ποῦ ἀλλοῦ εἶμαι;
— Ἔχετε θάρρος γιὰ χιοῦμορ!
• Καθόλου! Ὁ ποντικὸς στὴν τρύπα του εἶναι ἄρχος, ἀλλὰ παντοῦ ὁ μοναχὸς ἕνα ὀφείλει νὰ παρακαλεῖ: νὰ προφτάσει νὰ ὁλοκληρώσει τὴν μετάνοιά του. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἴσως αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας βρῆκε τὸ μονοπάτι τῆς δικῆς της πορείας.
• Λέτε;
• Παραπονιόμαστε πολὺ γιὰ τὶς λέξεις. Ξεχνᾶμε πὼς κάθε στιγμὴ μᾶς εὐεργετοῦν.
Ὁ γιατρὸς ἐπέμεινε:
• Δὲν ὑπάρχει διαφορά;
• Καμία. Ὅλοι ἀναλαμβάνουν νὰ ἀσκοῦνται κατὰ ποικίλους τρόπους, ἐὰν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκτήσουν νοῦν καὶ σπλάχνα Χριστοῦ.
Ξανάσκυψε στὸ μπλόκ:
24 Δεκεμβρίου. Ἔλα μικρὲ πῶλε νὰ μᾶς πάρεις πάλι ἕναν ἕναν στὴ ράχη σου. Τοὺς αἰχμάλωτους, τοὺς πρόσφυγες, τοὺς ἑτοιμοθάνατους. «Ἐκεῖ ἐφάνη ρίζα ἀπότιστος βλαστάνουσα ἄφεσιν. Ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον…» Ἔλα καὶ γιὰ μένα πιά.
Νατάσα Κεσμέτη
Φορτωμένος τραγικὲς ἢ πληγωμένες ἱστορίες, ἔχοντας δώσει πλήρως τὴν
προσοχή του σὲ ἑκατοντάδες ἀνθρώπων γιὰ πάνω ἀπὸ πενήντα χρόνια, ὁ βαριὰ ἀσθενὴς γερο-μοναχὸς ἔλεγε τώρα πώς, παρ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει καὶ δεῖ, ποτὲ δὲν εἶχε πάψει νὰ πιστεύει στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν συνεχῆ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ φίλος του γιατρός, καθισμένος στὸ διπλανὸ ἄδειο κρεβάτι ἔδειχνε ἐσωτερικὰ ἀποκαμωμένος, ὡστόσο ἄκουγε προσεκτικά:
«Μᾶς ἔδωσε τὴν ἐλευθερία νὰ κάνουμε λάθη καὶ νὰ βιώνουμε πάθη.»
Ἕνας νέος βγῆκε ἀπὸ τὸν 25, διέσχισε τὸν διάδρομο, τοὺς διέκοψε τείνοντας στὸν μοναχὸ ἕνα μπλόκ. «Εὐχαριστῶ εὐλογημένε» εἶπε ἐκεῖνος στὸν ἄνδρα ποὺ ἀμέσως ξαναβγῆκε. Τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του γιὰ λίγο καὶ τὸ ἔδωσε στὸν γιατρό. «Διάβασε ἐσὺ καλύτερα» εἶπε. «Κι οἱ δύο δεσμευόμαστε ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸ ἀπόρρητο»:
15 Δεκεμβρίου. Ἀνυπόφορος πόνος. Μόλις καὶ μετὰ βίας τὸ σῶμα ἀντέχει ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δικός του. Πρέπει νὰ διατηρήσει τὴν σιωπή του. Ὄχι ἀπὸ ὑπερηφάνεια οὔτε ἐξ αἰτίας τῆς μοναδικότητάς του.
16 Δεκεμβρίου. Ἕνας σπαραγμὸς ποὺ ξεπερνᾶ κάθε εἴδους σύνορο, μὲ ἑνώνει μὲ κάθε ἐξαθλιωμένο, καταρρακωμένο, πλάσμα μαγκωμένο στὶς δαγκάνες τοῦ πόνου εἴτε προέρχεται ἀπὸ ἀρρώστεια, εἴτε ἀπὸ πείνα, ἀπὸ κακοποίηση ἢ ἀγριότητα κι ἀναλγησία εἴτε ἀπὸ κάποιο ἄλλο ἀπόλυτο παραλογισμό. Ἀλλὰ κaὶ μὲ τοὺς εὐτυχεῖς μὲ ἑνώνει γιατί δὲν ὑπάρχει εὐτυχία ἀδάγκωτη ἀπὸ ἕναν συγκλονιστικὸ πόνο – ἀργὰ ἢ γρήγορα.
17 Δεκεμβρίου. Ξεμύτισαν φυλλαράκια!
18 Δεκεμβρίου. Ξεπερνᾶς κάθε ἔννοια, νόημα καὶ μορφὴ ποὺ θὰ δοκίμαζαν νὰ περιγράψουν πῶς ἀκοῦς καὶ πῶς συλλέγεις τὶς οἰμωγὲς ἐπιστρέφοντάς τις… Ἐνεργὸς εἰρήνη, ἐκεῖ ἐξαρχῆς.
20 Δεκεμβρίου. Ξεμύτισαν κι ἄλλα χαριτωμένα… Τοῦ ζήτησα μιὰν ἁγιογραφία. «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει…»
21 Δεκεμβρίου. Ἀλλὰ σὲ τί ἀπόκρημνα κοφτερὰ πράγματα πρέπει νὰ περπατήσουν οἱ ἀμάθητες πατοῦσες χαρακωμένες ἀπὸ τὸ καφτὸ κι ἀπὸ τὸ παγωμένο αἷμα ξανὰ καὶ ξανά.
22 Δεκεμβρίου. Ὅταν στραγγίζουν οἱ στέρνες ἀπ’ ὅλο τὸν ὑδάτινο ὁρίζοντά τους, τότε τὸ κάθε τὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Κι ὅταν κι ὁ οὐρανὸς ἀποσύρεται, μένει ὁ ἱκέτης μόνος μέσα στὴν πίστη του ποὺ τρέμει σωριασμένη. Τὴν φροντίζει μὲ ὅσα δάκρυα ἔχει, τὴν κοιτάζει ἀνήμπορος καθὼς ψυχομαχᾶ, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐγκαταλείπει. Κάτι ἄγριο θεριεύει στὸ βάθος τοῦ βλέμματός του.
Ἡ τριμμένη μου σάρκα δὲν ἔχει καμιὰν ἀξία οὔτε τὰ συντριμμένα μου ὀστά. Δὲν μὲ ἔχεις σὲ τίποτα ἀνάγκη ἀλλὰ μὲ ἀγαπᾶς ὅπως ἐγὼ ἀγαπῶ τὴν ἀνήμπορη πίστη μου.
Ὁ κρόκος ἄνθισε!
23 Δεκεμβρίου. Τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ ποὺ τὸ περιπτύσσεται φανερώνει τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τὸ γαλουχεῖ. Στὴν ἀκμὴ τῆς ζωῆς του φθάνει καὶ στὴν ἀκμὴ τοῦ πόνου του, ὅταν τὰ ἄκρα του τανύζονται στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα ἐνῶ συσπῶνται στὸ ἔσχατο σημεῖο συσπείρωσης. Διαδοχικὲς τανύσεις καὶ συσπειρώσεις δὲν ματαιώνουν ἕναν κύκλο σοφίας, τρυφερότητας καὶ ἀγαλλίασης. Μιὰ εἰκόνα παντελῶς ἀόρατη: φωτιὰ πίσω ἀπὸ ὠκεανοὺς στάχτης.
• Τί νόημα ἔχει; μουρμούρισε ἀποκαρδιωμένα ὁ γιατρός.
— Ἐννοεῖς πὼς δὲν σώζεται γράφοντας;
Κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι. Μπορεῖ νὰ ἦταν ἀσυνήθιστο γιὰ ἀσθενῆ σὲ μὴ ἀναστρέψιμη πορεία νὰ ἐκφράζεται ἔτσι ἀλλὰ ὁ ἴδιος προτιμοῦσε νὰ μὴν ἦταν ἐκεῖ. Γιὰ μιὰν ἀκόμη Παραμονὴ Χριστουγέννων σὲ ἐφημερία. Τὸ ὁμολόγησε καὶ πρόσθεσε:
— Ἐσεῖς δὲν θὰ προτιμούσατε νὰ εἶστε στὸ κελλί σας;
• Καὶ ποῦ ἀλλοῦ εἶμαι;
— Ἔχετε θάρρος γιὰ χιοῦμορ!
• Καθόλου! Ὁ ποντικὸς στὴν τρύπα του εἶναι ἄρχος, ἀλλὰ παντοῦ ὁ μοναχὸς ἕνα ὀφείλει νὰ παρακαλεῖ: νὰ προφτάσει νὰ ὁλοκληρώσει τὴν μετάνοιά του. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἴσως αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας βρῆκε τὸ μονοπάτι τῆς δικῆς της πορείας.
• Λέτε;
• Παραπονιόμαστε πολὺ γιὰ τὶς λέξεις. Ξεχνᾶμε πὼς κάθε στιγμὴ μᾶς εὐεργετοῦν.
Ὁ γιατρὸς ἐπέμεινε:
• Δὲν ὑπάρχει διαφορά;
• Καμία. Ὅλοι ἀναλαμβάνουν νὰ ἀσκοῦνται κατὰ ποικίλους τρόπους, ἐὰν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποκτήσουν νοῦν καὶ σπλάχνα Χριστοῦ.
Ξανάσκυψε στὸ μπλόκ:
24 Δεκεμβρίου. Ἔλα μικρὲ πῶλε νὰ μᾶς πάρεις πάλι ἕναν ἕναν στὴ ράχη σου. Τοὺς αἰχμάλωτους, τοὺς πρόσφυγες, τοὺς ἑτοιμοθάνατους. «Ἐκεῖ ἐφάνη ρίζα ἀπότιστος βλαστάνουσα ἄφεσιν. Ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον…» Ἔλα καὶ γιὰ μένα πιά.
Νατάσα Κεσμέτη
0 Σχόλια