Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ελληνικά αρωματικά φυτά εξάγονται.​..... στην Ολλανδία

Να που έφτασε εκείνη η μέρα!
Η ημέρα που Ελληνας παραγωγός θα προμήθευε την ολλανδική αγορά με βιολογικά προϊόντα!
Αυτό που άλλοτε ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο για τους γνωρίζοντες τα της βιολογικής γεωργίας σήμερα γίνεται  πραγματικότητα - και μάλιστα με το ευγενέστερο «όχημα», τα αρωματικά φυτά.
Η οικογενειακή επιχείρηση βρίσκεται στην τρίτη γενιά.
Ο Λευτέρης Κιτάντζης, γεωπόνος, κληρονόμησε τη δουλειά και κυρίως το μεράκι από τον πατέρα του, που με τη σειρά του την είχε κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα.
Είχε ξεκινήσει την καλλιέργεια λουλουδιών και αρωματικών φυτών από το 1981, ενώ το 2006 ιδρύει τη Marigold Plants έχοντας στο πλάι του τους δύο του γιους - γεωπόνοι κι αυτοί, φυσικά!
Σήμερα η καλλιέργεια φτάνει τα 200 στρέμματα στο Κάτω Σούλι - και μεγάλο τμήμα της έχει λάβει βιολογική πιστοποίηση. (Τα βρώσιμα αρωματικά φυτά καλλιεργούνται βιολογικά, ενώ τα λουλούδια με φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο και «πράσινη» ολλανδική πιστοποίηση.)

Η στροφή στον εναλλακτικό τρόπο καλλιέργειας, πάντως, έχει γίνει εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία - σχεδόν πριν θεσπιστεί ο θεσμός της πιστοποίησης.
«Οταν είσαι γεωπόνος, γνωρίζεις τι σημαίνει να χρησιμοποιείς συνέχεια τοξικά προϊόντα, γνωρίζεις ότι η εντατική καλλιέργεια θα τελειώσει αν συνεχίσεις να κάνεις αυτό το κακό στο έδαφος», λέει ο Λευτέρης Κιτάντζης στην «Κ».
«Γνωρίζεις πόσο φάρμακο έχει δεχθεί σε ένα χρόνο το έδαφος όταν ένα στρέμμα «θέλει» 200 γραμμάρια από το τάδε σκεύασμα και ψεκάζεις 10 φορές τον χρόνο.
Η χρήση αυτών των προϊόντων κάνει τους εχθρούς των φυτών όλο και πιο ανθεκτικούς, ενώ μεγάλα προβλήματα εμφανίζονται και στους εργαζομένους.
Το έβλεπα εγώ από τότε - είχα και γυναίκες στο κτήμα που ήθελαν να κάνουν παιδιά, δεν το διακινδύνευσα.
Αρχισα να «αλλάζω» το θερμοκήπιο προς τη βιολογική λογική και μετά βγήκα και στις υπαίθριες καλλιέργειες».
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται γενικότερη «στροφή» των παραγωγών λουλουδιών και αρωματικών φυτών στην «πράσινη» καλλιέργεια.
Ο λόγος ότι όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν πως η επιβάρυνση με χημικά σκευάσματα ήταν δυσανάλογα μεγάλη.
Λέγεται χαρακτηριστικά ότι κάποτε μια ανθοδέσμη έφερε περισσότερα φυτοφάρμακα απ' ό, τι οποιοδήποτε άλλο καλλιεργήσιμο είδος.
Τα λουλούδια δεν μπορούν να πουληθούν με ψεγάδια και οι περισσότεροι παραγωγοί δεν διακινδύνευαν να διαλέξουν τη «φυσική» οδό.
Με δεδομένο δε ότι δεν πρόκειται για βρώσιμα προϊόντα, οι έλεγχοι είναι μέχρι σήμερα από ελλιπέστατοι έως ανύπαρκτοι, με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων - με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τα καλλιεργήσιμα εδάφη. Ανεξέλεγκτη, αντίστοιχα, ήταν σε μεγάλο βαθμό η χρήση τέτοιων «βοηθημάτων» και στα αρωματικά φυτά, τα οποία φτάνουν και στο τραπέζι μας.
Αύξηση εξαγωγών

Οσο περνούν τα χρόνια, πάντως, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής της εταιρείας του κ. Λ. Κιτάντζη «φεύγει» προς το εξωτερικό. Πέρυσι, οι εξαγωγές έφτασαν το 20% (200.000 αρωματικά φυτά και 100.000 τεμάχια από τα λοιπά φυτά), ενώ φέτος αναμένεται να εκτοξευθούν στο 40%.
«Οι εξαγωγές είναι μέχρις ενός βαθμού μονόδρομος για εμάς σήμερα», εξηγεί.
«Η οικονομική κρίση έχει στενέψει πολύ τα πράγματα στην Ελλάδα».
Κύρια χώρα «υποδοχής» της παραγωγής, η Ολλανδία, με την οποία η συνεργασία είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια, πριν ακόμα από τη βιολογική πιστοποίηση.
Τώρα που η «σφραγίδα» λέει «βιολογικό προϊόν», συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.
Οι αγορές της Ολλανδίας μοσχοβολούν ελληνικές δάφνες Aπόλλωνος, δενδρολίβανα και λεβάντες και στολίζονται με μυρωδάτα γαρύφαλλα. «Οι ανταγωνιστές μας σε αυτό το επίπεδο είναι οι άλλες μεσογειακές χώρες, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κυρίως».

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι το 2010 οι ελληνικές εξαγωγές βιολογικών προϊόντων έχουν σημειώσει αύξηση 5% σε σχέση με το 2009. Αντίθετα, η εγχώρια αγορά γνωρίζει καθίζηση, με τον τζίρο ορισμένων παραγωγών να έχει μειωθεί κατά το ήμισυ.
Οι πωλήσεις βιολογικών «εντός των τειχών» αυξήθηκαν κατά 6%, όταν τα τελευταία χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό άγγιζε το 30%.

Δύσκολα ακόμη τα πράγματα στο εσωτερικό

Εξω πάμε καλά, αλλά εντός... τα πράγματα δυσκολεύουν.
Τα τελευταία χρόνια, οι Ελληνες καταναλωτές αγκάλιασαν τα βιολογικά προϊόντα, ωστόσο ακόμα υπολειπόμαστε κατά πολύ των Ευρωπαίων εταίρων μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ε. Ε. των «15» ο μέσος όρος κατανάλωσης βιολογικών είναι 36 ευρώ κατά κεφαλήν (σε Γερμανία, Αυστρία, Δανία φτάνει τα 80 ευρώ), ενώ στην Ελλάδα δεν ξεπερνάει τα 5,4 ευρώ.

Πάντως, μόνο το 30% των βιολογικών προϊόντων που καταναλώνονται στην Ελλάδα παράγονται εδώ. Το συντριπτικό 70% εισάγεται (κυρίως από την Ευρώπη).

Οι παραγωγοί ακόμα διστάζουν να μπουν στη βιολογική γεωργία, θεωρώντας ότι το κόστος θα είναι δυσβάσταχτο - πόσω μάλλον σήμερα, που οι σχετικές επιδοτήσεις έχουν «στερέψει».
«Καταλαβαίνω κάποιον που το σκέφτεται να μπει», λέει ο Λευτέρης Κιτάντζης στην «Κ».
«Η βιολογική παραγωγή δεν είναι μόνο να μη ρίχνεις φάρμακα.
Οι οίκοι πιστοποίησης ενδιαφέρονται ακόμα και για το πόσο νερό καταναλώνεις, για το αν ανακυκλώνεις».

Σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων ασχολούνται σήμερα 23.665 παραγωγοί, 1.541 μεταποιητές και 11 εισαγωγείς.

Συνολικά, στην Ελλάδα καλλιεργούνται βιολογικά 3,231 εκατ. στρέμματα, με τα 1,556 εκατ. να είναι βοσκότοποι.

ΟΙΚΟ

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια