Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Γράμμα μετανάστη.....η μοναξιά, παντού η ίδια είναι.

Αγαπητέ αδερφέ
Πάνε τόσες μέρες που είμι φευγάτος απ΄ την Κορυτσά και δεν βρήκα λίγο χαρτί κι ένα μολύβι για να σε γράψω. Αφού πέρασα έρπην τα σύνορα, μαζί με άλλους πέντε, βρήκαμε έναν ταξιτζή και του δώσαμε όλες τις οικονομίες που κάναμε τριάντα χρόνια κι αυτός μας πήγε στην λίμνη της Καστοριάς. Μόλις είδαμε την λίμνη, αυτός είπε "εδώ είναι Ομόνοια, Αθήνα, κατεβείτε".
Κι εμείς κατεβήκαμε κι απορούσαμε πώς χωράνε τέσσερα εκατομμύρια ανθρώποι μέσα σε χίλια σπίτια. Τελικά όμως, μετά από εφτά μέρες ποδαρόδρομο, βρήκαμε την Αθήνα.
Ωραία χώρα η Ελλάδα, αλλά λίγο σκοτεινή τα βράδια...Ειδικά άμα έχουν εκείνο το παράξενο έθιμο που το λεν απεργία κι είναι κάτι σαν το Ραμαζάνι που κάνουν οι Μουσουλμάνοι εκεί στην Αλβανία, πάνω σε μας.
Όταν το 'χουν αυτό, γεμίζουν κάτι μαύρες πλαστικές σακούλες που βρωμάνε και τις πετάν στο δρόμο, στοίβες. -δεν ξέρω άμα γεμίζει ο δρόμος τι κάνουνε, αν τις μαζεύουν, ή αν αλλάζουν χωριό-
Έχουν και κάτι μεγάλα μαγαζιά, που γράφουν απέξω τράπεζα κι είναι μέσα γεμάτα λεφτά, εκατομμύρια, αλλά είναι κλειστά και κανένας δεν πάει να τα πάρει, -χορτάτοι άνθρωποι-.
Όπως εμείς σ' Αλβανία έχουμε ποδήλατα, αυτοί εδώ έχουν αυτοκίνητα και προσπαθεί ο ένας να χτυπήσει τον άλλον. Έχουν κάτι λάμπες στον δρόμο, που άμα δείχνει πράσινο περνάν κανονικά, πορτοκαλί πατάνε γκάζι και με κόκκινο φεύγουν σαν βολίδα. Ίσως, γι' αυτό να σημαδεύουν τους πεζούς τόσο καλά. Τρεις μέρες φοβήθηκα ν' αλλάξω πεζοδρόμιο, τώρα όμως έμαθα και τους ξεφεύγω. Ίσως γι' αυτό να νευριάζουν και να με δείχνουν τα πέντε δάχτυλα. Μπορεί όμως και να με χαιρετάνε -δεν είμαι σίγουρος- Κανένας δεν δουλεύει εδώ αδερφέ, κι όποιος πάει να δουλέψει, βγαίνουν κάποιοι με κράνη και ρόπαλα και δέρνουνε, δέρνουνε, δέρνουνε!
Βάρβαρο πράμα αυτό το ξύλο. Τουλάχιστον εκεί σε μας, σε σκοτώνουν μια και καλή!
Αδερφέ, άμα δεν βγάζεις τα γράμματα, είναι γιατί τρέμω από την πείνα κι εδώ η πείνα είναι χειρότερη από Αλβανία, γιατί εκεί ούτε φαγητά βλέπεις, ούτε κανέναν να τρώει. Εδώ όμως με πήγαν σ' ένα μεγάλο μπακάλικο, που το λένε στα ελληνικά Πριζντουνίκ και λιποθύμησα τρεις φορές μέσα. Αλλά μετά συνήθισα και να σε πω και την αμαρτία μου, έκλεψα και μια κονσέρβα πολύ νόστιμη. Τέτοιο ωραίο πράγμα δεν έχω ξαναφάει. Είχε και φωτογραφία ένα σκυλί απ' έξω, αλλά τί με νοιάζει εμένα, εγώ το φχαριστήθηκα. Μόλις χόρτασα όμως, σκέφτηκα μήπως αυτό που έφαγα ήταν σκυλί και θυμήθηκα τον δικό μας τον Βελιγγέκα και άρχισα να κλαίω. -Λες να είναι τόσο νόστιμος κι ο Βελιγγέκας μας και να μην το ξέρουμε;-
Εδώ όμως αδερφέ μου φαίνεται ότι οι ανθρώποι είναι πιο πεινασμένοι από εμάς, Όλη την ημέρα ψωνίζουν τόνους από φαγητά, λες κι έχουν να φάνε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Και μετά, το βράδυ πάνε σε κάτι μαγαζιά και πίνουνε. Και κάτι ανθρώποι που κρατάν μικρόφωνα, ουρλιάζουν σαν τον Βελιγγέκα μας όταν τον δέρνεις, κι αυτοί από κάτω προσπαθούν να τους πετύχουν με ότι πιάτα τους περίσσεψαν απ' το φαΐ.
-Αυτός ο ελληνικός Καπιταλισμός, μυστήριο πράμα-
Θυμάσαι αδερφέ που πριν μερικά χρόνια συλλάβανε την γιαγιά έξω απ' το καφενείο, επειδή είπε πως εκτός από τον Σοσιαλισμό, υπάρχει και μοναξιά; να την φιλήσεις σταυρωτά και να την πεις να μην στεναχωριέται, γιατί και στον Σοσιαλισμό και στον Καπιταλισμό, η μοναξιά, παντού η ίδια είναι...

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια