Ο Σταντάλ με το «Περί έρωτος» διεισδύει και φωτίζει τις ψυχές των ερωτευμένων ανθρώπων
Της Ολγας Σελλα
Αντέδρασε όπως όλοι οι ερωτευμένοι άνθρωποι.
Θέλησε να εκφράσει τις σκέψεις του, τις αμφιβολίες του, τις απορίες του, τις πικρίες του, τα ερωτήματά του...
Μόνο που αυτός ήταν ο Σταντάλ κι όλα αυτά τα συναισθήματα τα έβαλε στο χαρτί, δίνοντάς μας ένα βιβλίο που όταν πρωτοκυκλοφόρησε πούλησε μόνο 17 αντίτυπα!
Το «Περί έρωτος και των διαφόρων σταδίων αυτής της ασθένειας» (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του έργου) κυκλοφόρησε το 1822.
Τον λόγο όμως της γραφής αυτού του βιβλίου τον εμπνεύστηκε ο Σταντάλ το 1818-19. Ζει ήδη στην Ιταλία, η στρατιωτική του σταδιοδρομία έχει τελειώσει μαζί με την πορεία του Ναπολέοντα, το 1814, και ο Σταντάλ βιώνει μια βαθιά προσωπική κρίση, μια ματαίωση.
Το φως και τη διέξοδο τα βρίσκει στο Μιλάνο και στο πρόσωπο της ωραίας Ματίλντε Ντεμπόβσκι, τη Μετίλντ όπως την αποκαλεί ο ίδιος, χωρισμένης και πληγωμένης.
Είναι μια γυναίκα «όχι μόνον ωραία αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, με υψηλό φρόνημα, γενναίο χαρακτήρα και μεγάλη ευαισθησία».
Δεν την αφήνουν ασυγκίνητη τα αισθήματα που της δείχνει ο Σταντάλ και πιστεύει ότι «εκείνος ο παχύς και διόλου όμορφος Γάλλος διέφερε από τους επηρμένους Μιλανέζους που την πολιορκούσαν με ανούσια και κακόγουστα κομπλιμέντα».
Η απογοήτευση
Μόνο που το πάθος του και ο ενθουσιασμός του φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα και γρήγορα χάνει την εύνοια της όμορφης Μετίλντ. Προσπαθεί απεγνωσμένα να την επαναπροσεγγίσει και κάνει τη μία αδεξιότητα πάνω στην άλλη. Η πόρτα της Μετίλντ κλείνει οριστικά. Μόνος δρόμος και μόνη διέξοδος για τον Σταντάλ είναι το γράψιμο. Στις σελίδες αυτού του πρώιμου έργου του (όλα τα μεγάλα έργα του τα έγραψε αργότερα) μεταφέρει σκέψεις και σπαργανώδεις ψυχαναλυτικές διατυπώσεις για τα δύο μέρη μιας ερωτικής σχέσης. Για το πώς αισθάνονται, ποια βήματα κάνουν ώστε να προσεγγίσουν το αντικείμενο του πόθου, τι προσδοκούν...
Κατ’ αρχάς χωρίζει τον έρωτα σε είδη, σε κατηγορίες: το ερωτικό πάθος· τον παιγνιώδη έρωτα, που «δεν είναι ούτε πάθος ούτε απρόοπτο, αλλά συχνά είναι πιο αβρός από τον αληθινό έρωτα, διότι πάντα είναι πνευματώδης»· τον σαρκικό έρωτα και τον ματαιόδοξο έρωτα. Είναι φανερή η απελπισία του, ακόμα κι όταν προσπαθεί να γίνει «επιστημονικά μεθοδικός», αφού το κεφάλαιο με τα είδη του έρωτα κλείνει με τη φράση: «σε τούτο το πάθος, αντίθετα με τα περισσότερα άλλα, η ανάμνηση του τι χάθηκε φαίνεται πάντα να υπερτερεί του τι μπορεί να φέρει το μέλλον». Για έναν απελπισμένο ερωτευμένο, απλώς δεν υπάρχει μέλλον! Και στη συνέχεια αφηγείται και κατονομάζει τα στάδια του ερωτικού συναισθήματος και της ερωτικής διαδικασίας μένοντας ιδιαίτερα σ’ αυτό που ονομάζει «κρυστάλλωση», δηλαδή στη «διεργασία του πνεύματος το οποίο, με βάση όσα του παρουσιάζονται, ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του έρωτά του διαθέτει και καινούργια χαρίσματα». Η εξιδανίκευση, η πεποίθηση ότι όλα μπορούν να είναι αλλιώς με εκείνον/η που επιθυμούμε.
Σαν ένα γράμμα
Μικρά κεφάλαια αποτελούν το σύνολο αυτού του πολυσέλιδου βιβλίου. Σαν μικρές ημερολογιακές καταγραφές, όπως γράφουμε ένα γράμμα που ποτέ δεν θα στείλουμε για να τακτοποιήσουμε τις σκέψεις μας. Και ανάμεσά τους σκιαγραφούνται ήθη, ηθικές, συμπεριφορές εκείνης της εποχής, εκείνων των ανθρώπων, των ανθρώπων που γνώρισε και συναναστράφηκε ο Μπαλζάκ.
Των ανδρών, και των γυναικών, οι οποίες «προτιμούν τα συναισθήματα από τη λογική. Είναι πολύ απλό: επειδή, εξαιτίας των άχαρων εθίμων μας, δεν έχουν την ευθύνη για καμιά από τις οικογενειακές υποθέσεις, η λογική δεν τους είναι ποτέ χρήσιμη, δεν την αισθάνονται ποτέ αναγκαία για κάποιο πράγμα». Μην ξεχνάτε, βρισκόμαστε στα 1820 περίπου και παρ’ όλα αυτά ο Μπαλζάκ δεν έχει πρόβλημα να παραδεχθεί ότι οι γυναίκες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από τους άνδρες και στους τομείς με τους οποίους δεν καταπιάνονται. Αλλά και στον έρωτα, λέει ο Σταντάλ, «όλοι οι διανοητικοί μηχανισμοί που διαμορφώνουν τα στάδια της γέννησης του έρωτα είναι σ’ αυτές πιο τρυφεροί, πιο συνεσταλμένοι, πιο αργοί, λιγότερο αποφασιστικοί· υπάρχει, επομένως, μεγαλύτερη τάση για τη σταθερότητα». Ο Σταντάλ καταφεύγει σε παραδείγματα, φροντίζοντας να μην εκθέτει τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται.
Βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση και τη συνδυάζει γοητευτικά με την τρυφερή «ανατομία» της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς. Και τρέμει μήπως προδοθεί. Μήπως με κάτι απ’ όσα γράφει φανερωθεί ο δικός του πόνος, το δικό του βάσανο, το δικό του μυστικό: «Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».
Δοκίμιο
Το «Περί έρωτος» δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε αυτοβιογραφία, αν και πολλά χρόνια μετά τη γραφή του οι αναλυτές και οι μελετητές του Σταντάλ διαφωνούσαν για το πού ακριβώς θα το κατατάξουν. Ο ίδιος το χαρακτήρισε ως εξής: «Ονόμασα το δοκίμιο αυτό βιβλίο ιδεολογίας. Στόχος μου ήταν να δείξω ότι, καίτοι λεγόταν “Ο Ερωτας”, δεν ήταν μυθιστόρημα και, προπαντός, δεν ήταν ψυχαγωγικό μυθιστόρημα». Ζητάει συγγνώμη για τη νέα λέξη που έπλασε, την ίσως αδόκιμη λέξη «κρυστάλλωση», αλλά «χωρίς τούτη τη λέξη, η οποία εκφράζει το βασικό φαινόμενο της τρέλας που ονομάζεται έρωτας, τρέλα η οποία προσφέρει στον άνθρωπο τις μεγαλύτερες απολαύσεις που δόθηκε στα όντα του είδους του να γεύονται στη γη...», γράφει, και συνεχίζει να καταγράφει τις ψυχικές διακυμάνσεις ενός ερωτευμένου ανθρώπου, παίρνοντας αναμφίβολα ως παράδειγμα τον εαυτό του.
Δοκίμιο, αυτοβιογραφία ή αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το σίγουρο είναι ότι ο Σταντάλ μας άφησε ένα κείμενο όπου καταγράφει τι συμβαίνει στις ψυχές των ερωτευμένων ανθρώπων. Μια μορφή λογοτεχνίας, ρεπορτάζ, αφήγησης και εξομολόγησης μαζί. Ειλικρινές και γι’ αυτό γοητευτικό. Πόσω μάλλον όταν αφορά το συναίσθημα που απασχολεί και «βασανίζει» όλους τους ανθρώπους, παντού και πάντα.
.kathimerini
Της Ολγας Σελλα
Αντέδρασε όπως όλοι οι ερωτευμένοι άνθρωποι.
Θέλησε να εκφράσει τις σκέψεις του, τις αμφιβολίες του, τις απορίες του, τις πικρίες του, τα ερωτήματά του...
Μόνο που αυτός ήταν ο Σταντάλ κι όλα αυτά τα συναισθήματα τα έβαλε στο χαρτί, δίνοντάς μας ένα βιβλίο που όταν πρωτοκυκλοφόρησε πούλησε μόνο 17 αντίτυπα!
Το «Περί έρωτος και των διαφόρων σταδίων αυτής της ασθένειας» (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του έργου) κυκλοφόρησε το 1822.
Τον λόγο όμως της γραφής αυτού του βιβλίου τον εμπνεύστηκε ο Σταντάλ το 1818-19. Ζει ήδη στην Ιταλία, η στρατιωτική του σταδιοδρομία έχει τελειώσει μαζί με την πορεία του Ναπολέοντα, το 1814, και ο Σταντάλ βιώνει μια βαθιά προσωπική κρίση, μια ματαίωση.
Το φως και τη διέξοδο τα βρίσκει στο Μιλάνο και στο πρόσωπο της ωραίας Ματίλντε Ντεμπόβσκι, τη Μετίλντ όπως την αποκαλεί ο ίδιος, χωρισμένης και πληγωμένης.
Είναι μια γυναίκα «όχι μόνον ωραία αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, με υψηλό φρόνημα, γενναίο χαρακτήρα και μεγάλη ευαισθησία».
Δεν την αφήνουν ασυγκίνητη τα αισθήματα που της δείχνει ο Σταντάλ και πιστεύει ότι «εκείνος ο παχύς και διόλου όμορφος Γάλλος διέφερε από τους επηρμένους Μιλανέζους που την πολιορκούσαν με ανούσια και κακόγουστα κομπλιμέντα».
Η απογοήτευση
Μόνο που το πάθος του και ο ενθουσιασμός του φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα και γρήγορα χάνει την εύνοια της όμορφης Μετίλντ. Προσπαθεί απεγνωσμένα να την επαναπροσεγγίσει και κάνει τη μία αδεξιότητα πάνω στην άλλη. Η πόρτα της Μετίλντ κλείνει οριστικά. Μόνος δρόμος και μόνη διέξοδος για τον Σταντάλ είναι το γράψιμο. Στις σελίδες αυτού του πρώιμου έργου του (όλα τα μεγάλα έργα του τα έγραψε αργότερα) μεταφέρει σκέψεις και σπαργανώδεις ψυχαναλυτικές διατυπώσεις για τα δύο μέρη μιας ερωτικής σχέσης. Για το πώς αισθάνονται, ποια βήματα κάνουν ώστε να προσεγγίσουν το αντικείμενο του πόθου, τι προσδοκούν...
Κατ’ αρχάς χωρίζει τον έρωτα σε είδη, σε κατηγορίες: το ερωτικό πάθος· τον παιγνιώδη έρωτα, που «δεν είναι ούτε πάθος ούτε απρόοπτο, αλλά συχνά είναι πιο αβρός από τον αληθινό έρωτα, διότι πάντα είναι πνευματώδης»· τον σαρκικό έρωτα και τον ματαιόδοξο έρωτα. Είναι φανερή η απελπισία του, ακόμα κι όταν προσπαθεί να γίνει «επιστημονικά μεθοδικός», αφού το κεφάλαιο με τα είδη του έρωτα κλείνει με τη φράση: «σε τούτο το πάθος, αντίθετα με τα περισσότερα άλλα, η ανάμνηση του τι χάθηκε φαίνεται πάντα να υπερτερεί του τι μπορεί να φέρει το μέλλον». Για έναν απελπισμένο ερωτευμένο, απλώς δεν υπάρχει μέλλον! Και στη συνέχεια αφηγείται και κατονομάζει τα στάδια του ερωτικού συναισθήματος και της ερωτικής διαδικασίας μένοντας ιδιαίτερα σ’ αυτό που ονομάζει «κρυστάλλωση», δηλαδή στη «διεργασία του πνεύματος το οποίο, με βάση όσα του παρουσιάζονται, ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του έρωτά του διαθέτει και καινούργια χαρίσματα». Η εξιδανίκευση, η πεποίθηση ότι όλα μπορούν να είναι αλλιώς με εκείνον/η που επιθυμούμε.
Σαν ένα γράμμα
Μικρά κεφάλαια αποτελούν το σύνολο αυτού του πολυσέλιδου βιβλίου. Σαν μικρές ημερολογιακές καταγραφές, όπως γράφουμε ένα γράμμα που ποτέ δεν θα στείλουμε για να τακτοποιήσουμε τις σκέψεις μας. Και ανάμεσά τους σκιαγραφούνται ήθη, ηθικές, συμπεριφορές εκείνης της εποχής, εκείνων των ανθρώπων, των ανθρώπων που γνώρισε και συναναστράφηκε ο Μπαλζάκ.
Των ανδρών, και των γυναικών, οι οποίες «προτιμούν τα συναισθήματα από τη λογική. Είναι πολύ απλό: επειδή, εξαιτίας των άχαρων εθίμων μας, δεν έχουν την ευθύνη για καμιά από τις οικογενειακές υποθέσεις, η λογική δεν τους είναι ποτέ χρήσιμη, δεν την αισθάνονται ποτέ αναγκαία για κάποιο πράγμα». Μην ξεχνάτε, βρισκόμαστε στα 1820 περίπου και παρ’ όλα αυτά ο Μπαλζάκ δεν έχει πρόβλημα να παραδεχθεί ότι οι γυναίκες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από τους άνδρες και στους τομείς με τους οποίους δεν καταπιάνονται. Αλλά και στον έρωτα, λέει ο Σταντάλ, «όλοι οι διανοητικοί μηχανισμοί που διαμορφώνουν τα στάδια της γέννησης του έρωτα είναι σ’ αυτές πιο τρυφεροί, πιο συνεσταλμένοι, πιο αργοί, λιγότερο αποφασιστικοί· υπάρχει, επομένως, μεγαλύτερη τάση για τη σταθερότητα». Ο Σταντάλ καταφεύγει σε παραδείγματα, φροντίζοντας να μην εκθέτει τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται.
Βασίζεται στην εμπειρική παρατήρηση και τη συνδυάζει γοητευτικά με την τρυφερή «ανατομία» της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς. Και τρέμει μήπως προδοθεί. Μήπως με κάτι απ’ όσα γράφει φανερωθεί ο δικός του πόνος, το δικό του βάσανο, το δικό του μυστικό: «Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».
Δοκίμιο
Το «Περί έρωτος» δεν είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε αυτοβιογραφία, αν και πολλά χρόνια μετά τη γραφή του οι αναλυτές και οι μελετητές του Σταντάλ διαφωνούσαν για το πού ακριβώς θα το κατατάξουν. Ο ίδιος το χαρακτήρισε ως εξής: «Ονόμασα το δοκίμιο αυτό βιβλίο ιδεολογίας. Στόχος μου ήταν να δείξω ότι, καίτοι λεγόταν “Ο Ερωτας”, δεν ήταν μυθιστόρημα και, προπαντός, δεν ήταν ψυχαγωγικό μυθιστόρημα». Ζητάει συγγνώμη για τη νέα λέξη που έπλασε, την ίσως αδόκιμη λέξη «κρυστάλλωση», αλλά «χωρίς τούτη τη λέξη, η οποία εκφράζει το βασικό φαινόμενο της τρέλας που ονομάζεται έρωτας, τρέλα η οποία προσφέρει στον άνθρωπο τις μεγαλύτερες απολαύσεις που δόθηκε στα όντα του είδους του να γεύονται στη γη...», γράφει, και συνεχίζει να καταγράφει τις ψυχικές διακυμάνσεις ενός ερωτευμένου ανθρώπου, παίρνοντας αναμφίβολα ως παράδειγμα τον εαυτό του.
Δοκίμιο, αυτοβιογραφία ή αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το σίγουρο είναι ότι ο Σταντάλ μας άφησε ένα κείμενο όπου καταγράφει τι συμβαίνει στις ψυχές των ερωτευμένων ανθρώπων. Μια μορφή λογοτεχνίας, ρεπορτάζ, αφήγησης και εξομολόγησης μαζί. Ειλικρινές και γι’ αυτό γοητευτικό. Πόσω μάλλον όταν αφορά το συναίσθημα που απασχολεί και «βασανίζει» όλους τους ανθρώπους, παντού και πάντα.
.kathimerini
0 Σχόλια