Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Ηρόδοτου πέρα από αυτά που γνωρίζουμε μέσα από τα γραπτά του.
Γεννήθηκε περίπου το 485 π.Χ. στην Αλικαρνασσό. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, η οποία εκδιώχθηκε από την Αλικαρνασσό όταν πήρε μέρος στην απόπειρα ανατροπής του τυράννου Λύγδαμη. Ο Ηρόδοτος έζησε αρκετά χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου επέστρεψε για να συμμετάσχει σε νέα προσπάθεια εκθρόνισης του τυράννου, αλλά δεν έμεινε εκεί.
Ο Ηρόδοτος πέρασε αρκετά χρόνια της νεαρής ωριμότητάς του ταξιδεύοντας ασυνήθιστα πολύ για την εποχή εκείνη.
Ένα πρώτο ταξίδι ήταν στην Μαύρη Θάλασσα, όπου φαίνεται ότι επισκέφθηκε τόσο τις νότιες όσο και τις δυτικές ακτές. Αργότερα, πήγε στην ακτή της Συρίας, έφθασε στην αρχαία πόλη της Βαβυλώνας και κατά την επιστροφή του πιθανόν πέρασε μέσω της Παλαιστίνης στην Αίγυπτο. Σίγουρα πάντως επισκέφθηκε την Αίγυπτο τουλάχιστον μία φορά, κατά πάσα πιθανότητα μετά το 455 π.Χ.
Είναι πιθανόν να έκανε τα ταξίδια του με την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς στα γραπτά του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα αγαθά και τις μεθόδους μεταφοράς τους στις χώρες που περιγράφει. Διερεύνησε τα έθιμα και τις παραδόσεις των περιοχών που επισκέφθηκε και συγκέντρωσε ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών κάθε είδους.
Περίπου το 450 π.Χ. εγκαταστάθηκε και έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα. Λέγεται ότι κατά την παραμονή του εκεί έγινε στενός φίλος του Σοφοκλή και ίσως του Περικλή. Μετά από λίγο, ωστόσο, ο Ηρόδοτος μετανάστευσε στην αθηναϊκή αποικία των Θουρίων, στην κάτω Ιταλία, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Η χρονολογία θανάτου του είναι αβέβαιη: τα τελευταία γεγονότα που περιγράφει στα γραπτά του έλαβαν χώρα το 430 π.Χ. και εικάζεται ότι πέθανε λίγο αργότερα.
Η συγγραφή του μεγάλου έργου του Ηρόδοτου, Ιστορίες, πρέπει να κατέλαβε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του αλλά δεν γνωρίζουμε πότε, πού και με ποια σειρά γράφτηκε. Στην τελική του μορφή δεν πρέπει να έφτασε παρά μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά τμήματά του αναμφίβολα γράφτηκαν νωρίτερα, καθώς απ’ ό,τι είναι γνωστό, έκανε δημόσιες αναγνώσεις όσο ζούσε στην Αθήνα.
Είναι πιθανόν η αρχική σύλληψη του έργου να περιοριζόταν στο γεγονός της περσικής εισβολής της Περσίας στην Ελλάδα, το 480 π.Χ., αλλά τελικά επεκτάθηκε τόσο ώστε να συμπεριλάβει όλη την ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με την Περσία και τα υπόλοιπα βασίλεια της Ασίας.
Η αφήγηση ξεκινά με την ανάρρηση στον θρόνο του Κροίσου, του τελευταίου βασιλιά της Λυδίας, και κάνει έναν απολογισμό της βασιλείας του, συμπεριλαμβανομένου του διωγμού του από τον Πέρση βασιλιά Κύρο. Αυτά τα γεγονότα καταλαμβάνουν το πρώτο μισό του Α’ Βιβλίου. (Η διαίρεση του έργου του σε εννιά βιβλία, όσες και οι Μούσες, έγινε από τους Αλεξανδρινούς μελετητές).
Το δεύτερο μισό του Α’ Βιβλίου και τα επόμενα τρία είναι αφιερωμένα στην επέκταση του περσικού βασιλείου, από την ανάρρηση του Κύρου ώς το 500 π.Χ. περίπου, αλλά υπάρχουν και εκτενείς αναφορές στις συνήθειες των Περσών και των υποτελών τους – όλο το Β’ Βιβλίο είναι μια μεγάλη παρένθεση για τα έθιμα και την πρώιμη ιστορία της Αιγύπτου. Υπάρχουν ακόμη αρκετά κεφάλαια σχετικά με την ιστορία κάποιων ελληνικών πόλεων-κρατών.
Με αυτή τη μέθοδο των παρεκβάσεων, ο Ηρόδοτος μας δίνει όλη την ιστορία της Αθήνας από το 560 π.Χ. και μετά. Τα Βιβλία Ε’ και ΣΤ’ καλύπτουν κυρίως την Ιωνική Εξέγερση (499-494 π.Χ.) και την επακόλουθη περσική εκστρατεία που ανέκοψε η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), αν και δεν λείπουν οι παρενθέσεις για τα σύγχρονά του γεγονότα στα ελληνικά κράτη. Στα τελευταία τρία βιβλία, η αφήγηση επικεντρώνεται σε μία λεπτομερή καταγραφή της εκστρατείας του Ξέρξη και της αναπάντεχης ήττας του από τους Έλληνες (480 π.Χ.).
Στη συγκέντρωση του υλικού του και ελλείψει επίσημων αρχείων, ο Ηρόδοτος βασίστηκε κυρίως στις δικές του παρατηρήσεις, τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων και από τις δύο πλευρές και, για τα παλαιότερα γεγονότα, στην προφορική παράδοση.
Τα αποτελέσματα των σύγχρονων αρχαιολογικών ερευνών δείχνουν ότι ο Ηρόδοτος ήταν αξιοσημείωτα ακριβής στις παρατηρήσεις του. Αλλά όταν βασιζόταν στις μαρτυρίες άλλων, δεν ήταν πάντοτε αρκετά κριτικός στην επιλογή του τι ήταν αξιόπιστο και τι όχι. Ο Ηρόδοτος ήταν κακός στην καταγραφή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, καθώς δεν είχε προσωπική εμπειρία από πολεμικές συρράξεις και επομένως δεν μπορούσε να εκτιμήσει με ακρίβεια την στρατιωτική εφαρμοσιμότητα και αληθοφάνεια των ιστοριών που άκουγε.
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι δεν πίστευε πάντα αυτά που του έλεγαν και κάποιες φορές συμπεριελάμβανε ιστορίες αμφιβόλου αξιοπιστίας γιατί ήταν οι μόνες πληροφορίες που είχε ή επειδή οι ιστορίες ήταν τόσο καλές που δεν μπορούσε να αντισταθεί. Επιπλέον, σε ορισμένα σημεία υπάρχουν προβλήματα χρονολογίας, αλλά, ομολογουμένως, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει ένα λεπτομερές και ακριβές χρονολογικό σχήμα σε μία εποχή όπου κάθε ελληνική πόλη-κράτους είχε τη δική της μέθοδο υπολογισμού των ετών και, συχνά, δικό της ημερολόγιο.
Η μεγαλύτερη αδυναμία του Ηροδότου, ωστόσο, στάθηκε η συχνά αφελής ανάλυση των αιτιών, αφού συχνά απέδιδε τα γεγονότα σε προσωπικές φιλοδοξίες ή αδυναμίες των ηγετών όταν, όπως κάνει σαφές η ίδια του η αφήγηση, υπήρχαν ευρύτεροι πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες.
Ο Ηρόδοτος έγραψε στην ιωνική διάλεκτο και ήταν χαρισματικός αφηγητής, με ειρωνική αίσθηση του χιούμορ. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος ήταν κάτι παραπάνω από ένας παραμυθάς.
Ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα αμιγώς ιστορικό έργο, έστω και αν πολλές φορές παρεκτρέπεται από το βασικό θέμα.
Επιπλέον, το πραγματοποίησε με έναν αξιοσημείωτο βαθμό αποστασιοποίησης, δείχνοντας ασυνήθιστη αμεροληψία δεδομένης της ελληνικής περιφρόνησης έναντι των βαρβάρων. Αν και δεν έφθασε το βάθος της κατανόησης του διαδόχου του, Θουκυδίδη, το εύρος των ενδιαφερόντων του ήταν πολύ μεγαλύτερο, περιλαμβάνοντας όχι μόνο πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, αλλά επίσης οικονομικά στοιχεία, γεωγραφικές πληροφορίες και έθιμα.
Ήταν ο πρώτος μεγάλος ιστορικός και η ικανότητα και η τιμιότητα με τις οποίες συνέθεσε το έργο του δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως ο «πατέρας της Ιστορίας».
Γεννήθηκε περίπου το 485 π.Χ. στην Αλικαρνασσό. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, η οποία εκδιώχθηκε από την Αλικαρνασσό όταν πήρε μέρος στην απόπειρα ανατροπής του τυράννου Λύγδαμη. Ο Ηρόδοτος έζησε αρκετά χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου επέστρεψε για να συμμετάσχει σε νέα προσπάθεια εκθρόνισης του τυράννου, αλλά δεν έμεινε εκεί.
Ο Ηρόδοτος πέρασε αρκετά χρόνια της νεαρής ωριμότητάς του ταξιδεύοντας ασυνήθιστα πολύ για την εποχή εκείνη.
Ένα πρώτο ταξίδι ήταν στην Μαύρη Θάλασσα, όπου φαίνεται ότι επισκέφθηκε τόσο τις νότιες όσο και τις δυτικές ακτές. Αργότερα, πήγε στην ακτή της Συρίας, έφθασε στην αρχαία πόλη της Βαβυλώνας και κατά την επιστροφή του πιθανόν πέρασε μέσω της Παλαιστίνης στην Αίγυπτο. Σίγουρα πάντως επισκέφθηκε την Αίγυπτο τουλάχιστον μία φορά, κατά πάσα πιθανότητα μετά το 455 π.Χ.
Είναι πιθανόν να έκανε τα ταξίδια του με την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς στα γραπτά του δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα αγαθά και τις μεθόδους μεταφοράς τους στις χώρες που περιγράφει. Διερεύνησε τα έθιμα και τις παραδόσεις των περιοχών που επισκέφθηκε και συγκέντρωσε ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών κάθε είδους.
Περίπου το 450 π.Χ. εγκαταστάθηκε και έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα. Λέγεται ότι κατά την παραμονή του εκεί έγινε στενός φίλος του Σοφοκλή και ίσως του Περικλή. Μετά από λίγο, ωστόσο, ο Ηρόδοτος μετανάστευσε στην αθηναϊκή αποικία των Θουρίων, στην κάτω Ιταλία, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Η χρονολογία θανάτου του είναι αβέβαιη: τα τελευταία γεγονότα που περιγράφει στα γραπτά του έλαβαν χώρα το 430 π.Χ. και εικάζεται ότι πέθανε λίγο αργότερα.
Η συγγραφή του μεγάλου έργου του Ηρόδοτου, Ιστορίες, πρέπει να κατέλαβε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του αλλά δεν γνωρίζουμε πότε, πού και με ποια σειρά γράφτηκε. Στην τελική του μορφή δεν πρέπει να έφτασε παρά μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά τμήματά του αναμφίβολα γράφτηκαν νωρίτερα, καθώς απ’ ό,τι είναι γνωστό, έκανε δημόσιες αναγνώσεις όσο ζούσε στην Αθήνα.
Είναι πιθανόν η αρχική σύλληψη του έργου να περιοριζόταν στο γεγονός της περσικής εισβολής της Περσίας στην Ελλάδα, το 480 π.Χ., αλλά τελικά επεκτάθηκε τόσο ώστε να συμπεριλάβει όλη την ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με την Περσία και τα υπόλοιπα βασίλεια της Ασίας.
Η αφήγηση ξεκινά με την ανάρρηση στον θρόνο του Κροίσου, του τελευταίου βασιλιά της Λυδίας, και κάνει έναν απολογισμό της βασιλείας του, συμπεριλαμβανομένου του διωγμού του από τον Πέρση βασιλιά Κύρο. Αυτά τα γεγονότα καταλαμβάνουν το πρώτο μισό του Α’ Βιβλίου. (Η διαίρεση του έργου του σε εννιά βιβλία, όσες και οι Μούσες, έγινε από τους Αλεξανδρινούς μελετητές).
Το δεύτερο μισό του Α’ Βιβλίου και τα επόμενα τρία είναι αφιερωμένα στην επέκταση του περσικού βασιλείου, από την ανάρρηση του Κύρου ώς το 500 π.Χ. περίπου, αλλά υπάρχουν και εκτενείς αναφορές στις συνήθειες των Περσών και των υποτελών τους – όλο το Β’ Βιβλίο είναι μια μεγάλη παρένθεση για τα έθιμα και την πρώιμη ιστορία της Αιγύπτου. Υπάρχουν ακόμη αρκετά κεφάλαια σχετικά με την ιστορία κάποιων ελληνικών πόλεων-κρατών.
Με αυτή τη μέθοδο των παρεκβάσεων, ο Ηρόδοτος μας δίνει όλη την ιστορία της Αθήνας από το 560 π.Χ. και μετά. Τα Βιβλία Ε’ και ΣΤ’ καλύπτουν κυρίως την Ιωνική Εξέγερση (499-494 π.Χ.) και την επακόλουθη περσική εκστρατεία που ανέκοψε η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), αν και δεν λείπουν οι παρενθέσεις για τα σύγχρονά του γεγονότα στα ελληνικά κράτη. Στα τελευταία τρία βιβλία, η αφήγηση επικεντρώνεται σε μία λεπτομερή καταγραφή της εκστρατείας του Ξέρξη και της αναπάντεχης ήττας του από τους Έλληνες (480 π.Χ.).
Στη συγκέντρωση του υλικού του και ελλείψει επίσημων αρχείων, ο Ηρόδοτος βασίστηκε κυρίως στις δικές του παρατηρήσεις, τις μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων και από τις δύο πλευρές και, για τα παλαιότερα γεγονότα, στην προφορική παράδοση.
Τα αποτελέσματα των σύγχρονων αρχαιολογικών ερευνών δείχνουν ότι ο Ηρόδοτος ήταν αξιοσημείωτα ακριβής στις παρατηρήσεις του. Αλλά όταν βασιζόταν στις μαρτυρίες άλλων, δεν ήταν πάντοτε αρκετά κριτικός στην επιλογή του τι ήταν αξιόπιστο και τι όχι. Ο Ηρόδοτος ήταν κακός στην καταγραφή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, καθώς δεν είχε προσωπική εμπειρία από πολεμικές συρράξεις και επομένως δεν μπορούσε να εκτιμήσει με ακρίβεια την στρατιωτική εφαρμοσιμότητα και αληθοφάνεια των ιστοριών που άκουγε.
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι δεν πίστευε πάντα αυτά που του έλεγαν και κάποιες φορές συμπεριελάμβανε ιστορίες αμφιβόλου αξιοπιστίας γιατί ήταν οι μόνες πληροφορίες που είχε ή επειδή οι ιστορίες ήταν τόσο καλές που δεν μπορούσε να αντισταθεί. Επιπλέον, σε ορισμένα σημεία υπάρχουν προβλήματα χρονολογίας, αλλά, ομολογουμένως, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει ένα λεπτομερές και ακριβές χρονολογικό σχήμα σε μία εποχή όπου κάθε ελληνική πόλη-κράτους είχε τη δική της μέθοδο υπολογισμού των ετών και, συχνά, δικό της ημερολόγιο.
Η μεγαλύτερη αδυναμία του Ηροδότου, ωστόσο, στάθηκε η συχνά αφελής ανάλυση των αιτιών, αφού συχνά απέδιδε τα γεγονότα σε προσωπικές φιλοδοξίες ή αδυναμίες των ηγετών όταν, όπως κάνει σαφές η ίδια του η αφήγηση, υπήρχαν ευρύτεροι πολιτικοί ή οικονομικοί παράγοντες.
Ο Ηρόδοτος έγραψε στην ιωνική διάλεκτο και ήταν χαρισματικός αφηγητής, με ειρωνική αίσθηση του χιούμορ. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος ήταν κάτι παραπάνω από ένας παραμυθάς.
Ήταν ο πρώτος που έγραψε ένα αμιγώς ιστορικό έργο, έστω και αν πολλές φορές παρεκτρέπεται από το βασικό θέμα.
Επιπλέον, το πραγματοποίησε με έναν αξιοσημείωτο βαθμό αποστασιοποίησης, δείχνοντας ασυνήθιστη αμεροληψία δεδομένης της ελληνικής περιφρόνησης έναντι των βαρβάρων. Αν και δεν έφθασε το βάθος της κατανόησης του διαδόχου του, Θουκυδίδη, το εύρος των ενδιαφερόντων του ήταν πολύ μεγαλύτερο, περιλαμβάνοντας όχι μόνο πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, αλλά επίσης οικονομικά στοιχεία, γεωγραφικές πληροφορίες και έθιμα.
Ήταν ο πρώτος μεγάλος ιστορικός και η ικανότητα και η τιμιότητα με τις οποίες συνέθεσε το έργο του δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως ο «πατέρας της Ιστορίας».
0 Σχόλια