Ο ποιητής Ησίοδος - ο οποίος έζησε μετά τον Όμηρο το 750 - 700 π.Χ. στην Άσκρα της Βοιωτίας, κάτω από τους πρόποδες του Ελικώνα - έγραψε τα ποιήματά του στη διάρκεια της σκληροτράχηλης ποιμενικής ζωής του.
Στο έργο του "Έργα και Ημέρες" (στιχ. 542), συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση πώς να προφυλάσσεται από το κρύο και τι να φοράει στο κεφάλι, το σώμα κλπ.
Σχετικά με τα πόδια, του συστήνει να φοράει πέδιλα και από μέσα να τυλίγει τα πόδια του με "πίλημα", δηλαδή με ύφασμα από συμπιεσμένα μαλλιά ή τρίχες (κετσές).
Ο όρος "κάλτσα" προέρχεται από τη λατινική λέξη soccus, τύπος χαμηλού και άνετου παπουτσιού ή παντόφλας, η οποία χρησιμοποιούνταν τόσο από τους αρχαίους Έλληνες όσο και από τους Ρωμαίους κωμικούς.
Στα αρχαία αγγλικά η λέξη έγινε socc, ενώ στη Μεσαιωνική Αγγλία socke.
Ακόμη και η λατινική λέξη όμως προέρχεται από την αρχαιοελληνική "συκκός" η οποία σήμαινε φρυγικό (από τη Φρυγία) παπούτσι.
Πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες φορούσαν τους συκκούς και από πάνω σανδάλια, όπως γίνεται και στη σύγχρονη εποχή, ενώ, βγάζοντας τα σανδάλια τους, μπορούσαν να περπατάνε στο σπίτι μόνο με τους συκκούς.
Η πρώτη αναφορά στις κάλτσες γίνεται το 8ο αιώνα π.Χ., όταν ο ελληνικός ποιητής Ησίοδος γράφει για το πίλημα, κάλτσα φτιαγμένη από τρίχες ζώων.
Οι Ρωμαίοι επίσης, οι οποίοι τύλιγαν τα πόδια τους με λωρίδες δέρματος ή μάλλινου υφάσματος, το 2ο αιώνα μ.Χ. φορούσαν τις λεγόμενες udones, τις οποίες έραβαν από μάλλινα υφάσματα για να τυλίξουν με αυτές τα πόδια τους.
Στους αιγυπτιακούς τάφους του 3ου με 6ου μ.Χ. αιώνα ωστόσο, ανακαλύπτουμε τις πρώτες πλεκτές κάλτσες.
Στην Ευρώπη, οι κάλτσες ήταν στην ουσία λωρίδες από ρούχα τυλιγμένες γύρω από τα πόδια και τις
πατούσες, και ονομάζονταν περικνήμια - γκέτες.
Το Μεσαίωνα, το μήκος των παντελονιών μάκρυνε και η κάλτσα έγινε ένα είδος εφαρμοστού ρούχου το οποίο κάλυπτε το χαμηλότερο μέρος του ποδιού, ενώ στερεωνόταν με ένα είδος καλτσοδέτας.
Το 12ο αιώνα περίπου, στις κάλτσες προστέθηκε και το μέρος της παρούσας.
Γύρω στα 1490, τα κοντά παντελόνια ενώθηκαν με τις κάλτσες και έγιναν ένα είδος ρούχου, που οδήγησε στη δημιουργία του καλσόν.
Ο William Lee, ΄Αγγλος κληρικός, ανακάλυψε το 1589 την πρώτη μηχανή πλεξίματος.
Το βαμβάκι άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως προς τα τέλη του 17ου αιώνα, ενώ τον 20ο αιώνα το νάιλον έγινε περισσότερο δημοφιλές στην κατασκευή της κάλτσας λόγω της αντοχής και της ελαστικότητάς του.
Συγχρόνως, καθώς τα παντελόνια μάκραιναν, οι κάλτσες άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο κοντές.Στο έργο του "Έργα και Ημέρες" (στιχ. 542), συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση πώς να προφυλάσσεται από το κρύο και τι να φοράει στο κεφάλι, το σώμα κλπ.
Σχετικά με τα πόδια, του συστήνει να φοράει πέδιλα και από μέσα να τυλίγει τα πόδια του με "πίλημα", δηλαδή με ύφασμα από συμπιεσμένα μαλλιά ή τρίχες (κετσές).
Ο όρος "κάλτσα" προέρχεται από τη λατινική λέξη soccus, τύπος χαμηλού και άνετου παπουτσιού ή παντόφλας, η οποία χρησιμοποιούνταν τόσο από τους αρχαίους Έλληνες όσο και από τους Ρωμαίους κωμικούς.
Στα αρχαία αγγλικά η λέξη έγινε socc, ενώ στη Μεσαιωνική Αγγλία socke.
Ακόμη και η λατινική λέξη όμως προέρχεται από την αρχαιοελληνική "συκκός" η οποία σήμαινε φρυγικό (από τη Φρυγία) παπούτσι.
Πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες φορούσαν τους συκκούς και από πάνω σανδάλια, όπως γίνεται και στη σύγχρονη εποχή, ενώ, βγάζοντας τα σανδάλια τους, μπορούσαν να περπατάνε στο σπίτι μόνο με τους συκκούς.
Η πρώτη αναφορά στις κάλτσες γίνεται το 8ο αιώνα π.Χ., όταν ο ελληνικός ποιητής Ησίοδος γράφει για το πίλημα, κάλτσα φτιαγμένη από τρίχες ζώων.
Οι Ρωμαίοι επίσης, οι οποίοι τύλιγαν τα πόδια τους με λωρίδες δέρματος ή μάλλινου υφάσματος, το 2ο αιώνα μ.Χ. φορούσαν τις λεγόμενες udones, τις οποίες έραβαν από μάλλινα υφάσματα για να τυλίξουν με αυτές τα πόδια τους.
Στους αιγυπτιακούς τάφους του 3ου με 6ου μ.Χ. αιώνα ωστόσο, ανακαλύπτουμε τις πρώτες πλεκτές κάλτσες.
Στην Ευρώπη, οι κάλτσες ήταν στην ουσία λωρίδες από ρούχα τυλιγμένες γύρω από τα πόδια και τις
πατούσες, και ονομάζονταν περικνήμια - γκέτες.
Το Μεσαίωνα, το μήκος των παντελονιών μάκρυνε και η κάλτσα έγινε ένα είδος εφαρμοστού ρούχου το οποίο κάλυπτε το χαμηλότερο μέρος του ποδιού, ενώ στερεωνόταν με ένα είδος καλτσοδέτας.
Το 12ο αιώνα περίπου, στις κάλτσες προστέθηκε και το μέρος της παρούσας.
Γύρω στα 1490, τα κοντά παντελόνια ενώθηκαν με τις κάλτσες και έγιναν ένα είδος ρούχου, που οδήγησε στη δημιουργία του καλσόν.
Ο William Lee, ΄Αγγλος κληρικός, ανακάλυψε το 1589 την πρώτη μηχανή πλεξίματος.
Το βαμβάκι άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως προς τα τέλη του 17ου αιώνα, ενώ τον 20ο αιώνα το νάιλον έγινε περισσότερο δημοφιλές στην κατασκευή της κάλτσας λόγω της αντοχής και της ελαστικότητάς του.
Σήμερα με το πέρασμα τόσων αιώνων, έχει πραγματοποιηθεί, όπως γνωρίζουμε, τεράστια πρόοδος της κάλτσας, ώστε να καλύπτει απόλυτα όλες τις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού.
Σε απίστευτη ποικιλία και χρώματα, σχέδια, υλικά και μεγέθη, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την αρχική μορφή της πρωτόγονης εκείνης κάλτσας, πόσο μάλλον ότι επινοήθηκε στην Ελλάδα από τους προγόνους μας.
Μαρία Βαϊλάκη- Hondos
0 Σχόλια