Το μεσημέρι της 21ης Αυγούστου του 1911 ολόκληρη η Γαλλία έρχεται αντιμέτωπη με μια συνταρακτική είδηση. Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί.
Η είδηση ήταν πρωτοσέλιδο σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες του κόσμου.Την κλοπή αντιλήφθηκε ο πλανόδιος ζωγράφος Λουί Μπερού, ο οποίος ζωγράφιζε και πούλαγε στους επισκέπτες του Μουσείου, αντίγραφα του Μουσείου.
Όταν η κλοπή έγινε αντιληπτή δεν σφραγίστηκαν μόνο οι πόρτες του Μουσείου αλλά και τα σύνορα της Γαλλίας. Η αστυνομία με επικεφαλής τον επιθεωρητή Λουί Λεπέν ανέλαβε την υπόθεση ενώ η γαλλική κυβέρνηση απομάκρυνε τον διευθυντή του Λούβρου Τεοφίλ Ομόλ, ο οποίος πριν από λίγους μήνες κόμπαζε ότι κανείς δεν μπορεί να κλέψει τη Μόνα Λίζα από το Μουσείο του.
Οι έρευνες αρχικά στρέφονται στους κατώτερους υπάλληλους του Μουσείου και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειτο εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο.
Στις 29 Αυγούστου το Λούβρο άνοιξε ξανά για το κοινό το οποίο έκλαιγε απαρηγόρητο όταν περνούσε μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα. Λίγες ημέρες αργότερα μια νέα είδηση έρχεται να ταράξει τη Γαλλία.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911, η αστυνομία ανακοινώνει τη σύλληψη του πασίγνωστου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή.
Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια ημέρα καθώς δεν προέκυψε κανένα στοιχείο εναντίον του. Ο τύπος έσπευσε να καταδικάσει τον Απολινέρ. «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας» έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, αν και με τη φήμη του να έχει αμαυρωθεί, ο γνωστός ποιητής αφέθηκε ελεύθερος πέντε ημέρες μετά τη σύλληψή του.
Για δύο χρόνια οι έρευνες δεν κατέληγαν πουθενά παρά το γεγονός ότι οι κλέφτες είχαν επικηρυχθεί έναντι τεράστιων ποσών όχι μόνο από το Γαλλικό κράτος αλλά και από ιδιώτες. Στις 29 Νοεμβρίου 1913, όμως, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.
Ο Τζέρι αποφάσισε να συναντήσει τον Βιτσέντσο με αρκετή, ωστόσο, δυσπιστία καθώς ήταν γνωστό πως κυκλοφορούσαν πολλά αντίγραφα της Τζοκόντα. Για να είναι πάντως βέβαιος είχε φροντίσει να καλέσει την αστυνομία η οποία συνέλαβε τον Βιτσέντσο. Όπως αποδείχτηκε κατά την ανάκριση το πραγματικό όνομα του «απαγωγέα» ήταν Βιτσέντζο Περούτζια.
Καταγόταν από το Κόμο της Ιταλίας και είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο για ένα διάστημα. Κατάφερε να αφαιρέσει τον πίνακα από τη θέση φύλαξής του παριστάνοντας τον ξυλουργό ενώ το κρησφύγετο του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από το Μουσείο.
Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν αυθεντικός η κοινή γνώμη τον είδε με συμπάθεια. Θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της.
Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση.
Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την αποχαιρέτησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Από τις 4 Ιανουαρίου 1914 γύρισε στη θέση της στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
Οι έρευνες αρχικά στρέφονται στους κατώτερους υπάλληλους του Μουσείου και στους νεαρούς καλλιτέχνες της αβάν-γκαρντ, που διάκειτο εχθρικά στην παραδοσιακή τέχνη. Οι παριζιάνοι από την πλευρά τους πίστευαν ότι πίσω από τη θρασύτατη κλοπή μπορεί να βρισκόταν κάποιος αμερικανός μεγιστάνας ή ήταν έργο της Γερμανίας, που ήθελε να δυσφημήσει τη μεγάλη της αντίπαλο.
Στις 29 Αυγούστου το Λούβρο άνοιξε ξανά για το κοινό το οποίο έκλαιγε απαρηγόρητο όταν περνούσε μπροστά από την άδεια θέση της Τζοκόντα. Λίγες ημέρες αργότερα μια νέα είδηση έρχεται να ταράξει τη Γαλλία.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1911, η αστυνομία ανακοινώνει τη σύλληψη του πασίγνωστου γαλλοπολωνού ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και του ανερχόμενου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, ως υπόπτων για την κλοπή.
Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια ημέρα καθώς δεν προέκυψε κανένα στοιχείο εναντίον του. Ο τύπος έσπευσε να καταδικάσει τον Απολινέρ. «Ο Απολινέρ είναι αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας» έγραφε η «Paris Journal» στις 13 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, αν και με τη φήμη του να έχει αμαυρωθεί, ο γνωστός ποιητής αφέθηκε ελεύθερος πέντε ημέρες μετά τη σύλληψή του.
Για δύο χρόνια οι έρευνες δεν κατέληγαν πουθενά παρά το γεγονός ότι οι κλέφτες είχαν επικηρυχθεί έναντι τεράστιων ποσών όχι μόνο από το Γαλλικό κράτος αλλά και από ιδιώτες. Στις 29 Νοεμβρίου 1913, όμως, ο Ιταλός γκαλερίστας Αλφρέντο Τζέρι έλαβε ένα γράμμα ταχυδρομημένο από το Παρίσι. Ο αποστολέας του, κάποιος Λεονάρντο Βιτσέντσο, του έγραφε ότι έχει στην κατοχή του τη Μόνα Λίζα και ότι σκόπευε να τη χαρίσει στην Ιταλία, αφού λάμβανε μια εύλογη αμοιβή.
Ο Τζέρι αποφάσισε να συναντήσει τον Βιτσέντσο με αρκετή, ωστόσο, δυσπιστία καθώς ήταν γνωστό πως κυκλοφορούσαν πολλά αντίγραφα της Τζοκόντα. Για να είναι πάντως βέβαιος είχε φροντίσει να καλέσει την αστυνομία η οποία συνέλαβε τον Βιτσέντσο. Όπως αποδείχτηκε κατά την ανάκριση το πραγματικό όνομα του «απαγωγέα» ήταν Βιτσέντζο Περούτζια.
Καταγόταν από το Κόμο της Ιταλίας και είχε δουλέψει ως ξυλουργός στο Λούβρο για ένα διάστημα. Κατάφερε να αφαιρέσει τον πίνακα από τη θέση φύλαξής του παριστάνοντας τον ξυλουργό ενώ το κρησφύγετο του ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά από το Μουσείο.
Όταν έγινε γνωστό ότι ο πίνακας ήταν αυθεντικός η κοινή γνώμη τον είδε με συμπάθεια. Θεώρησε την πράξη του πατριωτική, αφού το βασικό του κίνητρο ήταν να φέρει τη Μόνα Λίζα στην κοιτίδα της.
Την ίδια γνώμη φαίνεται να είχαν και οι δικαστές, που τον καταδίκασαν σε ολιγόμηνη φυλάκιση.
Η Μόνα Λίζα παρέμεινε για ένα μήνα στην Ιταλία, προτού επιστρέψει στη Γαλλία. Εκτέθηκε στο «Ουφίτσι» και στα μεγαλύτερα μουσεία της Ιταλίας και εκατομμύρια Ιταλών θαύμασαν το αινιγματικό της χαμόγελο.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1913, 60.000 άνθρωποι την αποχαιρέτησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Από τις 4 Ιανουαρίου 1914 γύρισε στη θέση της στο Λούβρο, όπου εκτίθεται έως σήμερα, κάτω από πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας.
0 Σχόλια