Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων
Τα πολυάριθμα «βρωμόλογα» των αρχαίων Ελλήνων υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς.
Και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω δεν υπάρχουν κακά λόγια αλλά μονάχα κακοί άνθρωποι. Τα λεγόμενα βρωμόλογα είναι «κακά λόγια» για κάτι ανέραστους και σεμνότυφους ενώ για....
όλους τους άλλους τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα είναι αναπόσπαστο μέρος του καθημερινού λεξιλογίου πολύτιμο μέσο εκτόνωσης από το άγχος της βιοπάλης και εν τέλει ένα κομμάτι της ζωής…
Το μικρό αυτό λεξικό της αρχαίας βωμολοχίας δεν αποτελεί ένα αυστηρό φιλολογικό πόνημα αλλά το σημειωματάριο ενός… πολυετούς εφήβου, ο οποίος μάζεψε μερικές εκατοντάδες αρχαία «κακά λογάκια» και τα παρουσιάζει στους αναγνώστες του έτσι απλά, για να σπάσουν πλάκα ή ακόμη για να φέρουν σε δύσκολη θέση διάφορους φιλόλογους και… θεολόγους, ρωτώντας τους για παράδειγμα, τι πάει να πει «εσχάρα», «ληκώ» και «μίνθος»!..
Πάντως το παρόν ρυπαρογράφημα μπορεί να εξυπηρετήσει και… παιδαγωγικούς σκοπούς. Διότι η γνώση της αρχαίας χυδαιολογίας αποτελεί εν δυνάμει άλλον έναν τρόπο για να αγαπήσουμε και να μάθουμε τα αρχαία ελληνικά!…
O Mάριος Bερέττας γεννήθηκε στην Aθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία και έχει ανεβάσει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις για παιδιά σε σχολειά και πνευματικά ιδρύματα διαφόρων δήμων της χώρας. Έχει ταξιδέψει πολύ και μιλά έξι γλώσσες. Kύρια ασχολία του είναι ο κόσμος του βιβλίου.
Έχει γράψει κάπου 40 δημοφιλή βιβλία και 5 θεατρικά έργα. Παράλληλα έχει μεταφράσει πάνω από 300 βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά κι έχει επιμεληθεί την έκδοση εκατοντάδων άλλων βιβλίων.
Α
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]
Β
ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]
Γ
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω = γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
Δ
ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
Ε
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα + στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]
Κ
ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]
Μ
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς να γαμιέται [ μανιόκηπος = μανία + κήπος (μουνί)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος, πιπατζού [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]
Π
ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]
Ρ
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)].
Και άλλα πολλά θα βρείτε στο βιβλίο…
Τα πολυάριθμα «βρωμόλογα» των αρχαίων Ελλήνων υποδεικνύουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα και αισχρότατα, ακριβώς όπως κι εμείς.
Και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω δεν υπάρχουν κακά λόγια αλλά μονάχα κακοί άνθρωποι. Τα λεγόμενα βρωμόλογα είναι «κακά λόγια» για κάτι ανέραστους και σεμνότυφους ενώ για....
όλους τους άλλους τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα είναι αναπόσπαστο μέρος του καθημερινού λεξιλογίου πολύτιμο μέσο εκτόνωσης από το άγχος της βιοπάλης και εν τέλει ένα κομμάτι της ζωής…
Το μικρό αυτό λεξικό της αρχαίας βωμολοχίας δεν αποτελεί ένα αυστηρό φιλολογικό πόνημα αλλά το σημειωματάριο ενός… πολυετούς εφήβου, ο οποίος μάζεψε μερικές εκατοντάδες αρχαία «κακά λογάκια» και τα παρουσιάζει στους αναγνώστες του έτσι απλά, για να σπάσουν πλάκα ή ακόμη για να φέρουν σε δύσκολη θέση διάφορους φιλόλογους και… θεολόγους, ρωτώντας τους για παράδειγμα, τι πάει να πει «εσχάρα», «ληκώ» και «μίνθος»!..
Πάντως το παρόν ρυπαρογράφημα μπορεί να εξυπηρετήσει και… παιδαγωγικούς σκοπούς. Διότι η γνώση της αρχαίας χυδαιολογίας αποτελεί εν δυνάμει άλλον έναν τρόπο για να αγαπήσουμε και να μάθουμε τα αρχαία ελληνικά!…
O Mάριος Bερέττας γεννήθηκε στην Aθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία και έχει ανεβάσει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις για παιδιά σε σχολειά και πνευματικά ιδρύματα διαφόρων δήμων της χώρας. Έχει ταξιδέψει πολύ και μιλά έξι γλώσσες. Kύρια ασχολία του είναι ο κόσμος του βιβλίου.
Έχει γράψει κάπου 40 δημοφιλή βιβλία και 5 θεατρικά έργα. Παράλληλα έχει μεταφράσει πάνω από 300 βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά κι έχει επιμεληθεί την έκδοση εκατοντάδων άλλων βιβλίων.
Α
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]
Β
ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]
Γ
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω = γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
Δ
ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
Ε
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα + στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]
Κ
ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]
Μ
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς να γαμιέται [ μανιόκηπος = μανία + κήπος (μουνί)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος, πιπατζού [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]
Π
ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]
Ρ
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)].
Και άλλα πολλά θα βρείτε στο βιβλίο…
0 Σχόλια